λάδωμα

Το λάδωμα είναι δωροδοκία. Είτε η δωροδοκία γίνεται για να πάρεις κάτι που δικαιούσαι είτε για να πετύχεις κάτι που δεν δικαιούσαι, την ίδια λέξη χρησιμοποιούμε,κι όχι μόνο στα ελλήνικος. Κι ο Webster συμφωνεί με παράδειγμα βγαλμενο απο την ελληνική πραγματικότητα:
grease the palm of (someone)
or US grease the hand of (someone)
: to give (someone) money for doing something illegal or dishonest for you
▪ They had to grease the palms of a few inspectors at city hall to get the permits they needed to start building.

Συμφωνώ ότι την ίδια λέξη χρησιμοποιούμε στα ελληνικά. Αυτό λέω εδώ και τόσα ποστ. Όμως αυτό που παραθέτεις δεν δείχνει ότι το ίδιο συμβαίνει και στα αγγλικά. Πού στην παράθεσή σου είναι η έννοια "για να πάρεις κάτι που δικαιούσαι";
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλημέρα. Μήπως επηρεάζεται η σκέψη σας από το "grease the wheels of the system" κ.τ.ό., που πράγματι δίνει έμφαση στην επιτάχυνση των διαδικασιών;
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Το λάδωμα είναι δωροδοκία. Είτε η δωροδοκία γίνεται για να πάρεις κάτι που δικαιούσαι είτε για να πετύχεις κάτι που δεν δικαιούσαι, την ίδια λέξη χρησιμοποιούμε,κι όχι μόνο στα ελλήνικος.

Το λάδωμα είναι η δωροδοκία. Η λέξη δωροδοκία είναι και νομικός όρος, μεταξύ άλλων. Η δωροδοκία (όπως και το λάδωμα) αφορά κάτι παράνομο και γι' αυτό η σχετική πράξη τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα. Η λέξη λάδωμα είναι χαμηλότερου υφολογικού επιπέδου σε σχέση με τη λέξη δωροδοκία, άρα, για να αποδώσουμε το λαδώνω χρειαζόμαστε όχι απλώς colloquialism, αλλά όρο της slang.

Όταν λαδώνεις για να πάρεις το δίπλωμα οδήγησης, λαδώνεις επειδή αλλιώς θα σε έκοβαν. Δεν θα σε έκοβαν αν δεν έκανες κάτι λάθος, που σημαίνει ότι ναι μεν σε κρίνουν σούπερ αυστηρά για να σε κόψουν, ωστόσο αν δεν κάνεις λάθος δεν σε κόβουν (μιλάω εκ πείρας, γιατί εγώ πήρα δίπλωμα οδήγησης με την πρώτη χωρίς να λαδώσω κανέναν). Άρα, δεν πληρώνεις για να πάρεις κάτι που δικαιούσαι, αλλά για να πάρεις με απολύτως παράνομο τρόπο κάτι που δεν δικαιούσαι.



Interesting discussion.
I think that oiling/greasing (someone's palm) are equivalent sounding terms (to λάδωμα) and are the first ones that readily come to mind.
I'm wondering if terms like payoff, kickback and graft have any relevance here and I'm mentioning them here on the off chance that one of them may have that third world tincture/sense (either implied or excluded, whatever the case may be?) that Hellegennes is perhaps seeking (or perhaps they can act as a foil to bring us closer to accepting λάδωμα as the best fit to oiling/greasing) ?

graft = Graft is the personal gain or advantage earned by an individual at the expense of others as a result of the exploitation of the singular status of, or an influential relationship with, another who has a position of public trust or confidence. The advantage or gain is accrued without any exchange of legitimate compensatory services.

Read more: http://www.answers.com/topic/political-corruption#ixzz1wFgSrigc

Νομίζω πως αυτό είναι μια μορφή αθέμιτου πλουτισμού, ωστόσο όχι δωροδοκία.


kickback = A kickback may be in the form of cash or favors, and can be legal or illegal. A common form of kickbacks, in the context of investing, is a commission rebate for investors who trade frequently.


Read more: http://www.answers.com/topic/kickback#ixzz1wFgxMNZ6

Αυτό μπορεί να μεταφραστεί ως δωροδοκία, ανάλογα με την περίπτωση, όμως νομίζω ότι η κοντινότερη απόδοση είναι η λέξη μίζα.


payoff: δωροδοκία. Δεν είναι ωστόσο αρκετά αργκό για να αποδώσει τη λέξη λάδωμα, πάντα κατά τη γνώμη μου βέβαια :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Το graft περιλαμβάνει τη δωροδοκία και έχει περισσότερο την ευρύτερη σημασία της διαφθοράς.
 

SBE

¥
Μη μου λέτε ότι το παράδειγμα που έδωσα από το λεξικό (έδωσα και λινκ, δεν το έβγαλα από το μυαλό μου το παράδειγμα) δεν αντικατοπτρίζει και την ελληνική πραγματικότητα:
They had to grease the palms of a few inspectors at city hall to get the permits they needed to start building.

Κι όπως είπε η Παλάβρα, η πράξη είναι παράνομη, είτε διευκολύνει την παρανομία είτε δίνει αθέμιτο πλεονέκτημα (π.χ. πηδάς μερικές θέσεις στη λίστα αναμονής)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μα ναι, αυτό ακριβώς λέμε κι εμείς τόσες μέρες. :)
 
Εγώ θα συμφωνήσω με τον Ελληγενή, αλλά αντιστρέφοντας την αντιστοίχιση: το λάδωμα είναι η δωροδοκία με σκοπό την επίτευξη παράνομου σκοπού, ενώ το φακελάκι και το γρηγορόσημο είναι χρήματα που δίνεις για να πάρεις κάτι που δικαιούσαι. Ξέρω ανθρώπους που κόπηκαν στις εξετάσεις οδήγησης χωρίς λόγο, επειδή δεν πλήρωσαν, και ανθρώπους που αναγκάστηκαν να δώσουν χρήματα σε γιατρούς δημόσιων νοσοκομείων μόνο και μόνο για να τους δουν με τη σειρά τους. Αυτή η δεύτερη έννοια έχει και κάποιο στοιχείο εκβιασμού εκ μέρους του δωροδοκούμενου, κάτι μάλλον σπάνιο στις αγγλόφωνες χώρες, και ίσως γι' αυτό να μην υπάρχει χωριστή μετάφραση στα Αγγλικά.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Το λάδωμα είναι η δωροδοκία με σκοπό την επίτευξη παράνομου σκοπού, ενώ το φακελάκι και το γρηγορόσημο είναι χρήματα που δίνεις για να πάρεις κάτι που δικαιούσαι.
Δες #12.
 
Το είδα και συμφωνώ, απλά το ξαναλέω επειδή χάθηκε στη συνέχεια :-)
 
Μπήκα να γράψω ότι το "γρηγορόσημο" στα Αγγλικά λέγεται facilitation payment, και διαπίστωσα ότι έχουμε ολόκληρο νήμα γι' αυτό :-) Φαίνεται ότι από τότε έχουν κερδίσει έδαφος οι "πληρωμές διευκόλυνσης" (τις γράψανε και στο Proz), ενώ κάπου είδα την ενδιαφέρουσα απόδοση "αναγκαστική δωροδοκία".
 
Top