Επανέρχομαι για να προσθέσω ότι στον "Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1725/2003 της Επιτροπής για την υιοθέτηση ορισμένων διεθνών λογιστικών προτύπων σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου" (βλ.
εδώ ανεπίσημο κωδικοποιημένο κείμενο που ενσωματώνει τροποποιήσεις μέχρι τον Οκτώβριο του 2008), δεν αναφέρονται πουθενά σκέτα διαθέσιμα χωρίς άλλο προσδιορισμό. Αναφέρονται "ταμιακά διαθέσιμα και ταμιακά ισοδύναμα" ("cash and cash equivalents"), καθώς και οι συνάψεις "καθαρά περιουσιακά στοιχεία διαθέσιμα για παροχές" και "διαθέσιμα προς πώληση χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία". Νομίζω ότι το στοιχείο αυτό δεν αλλάζει όσα είπαμε προηγουμένως.
Υ.Γ. Αυτό το ταμιακός με γιώτα - που έχει ευγενέστερο πεντιγκρί από το ταμειακός, προέρχεται από τον ταμία και κάνει τα νεύρα μου γραβιέρα - έχει ποτέ απασχολήσει την εκλεκτή λεξιλογική ομήγυρη; Η αναζήτηση δεν μου δίνει τίποτα. Για λέξεις που έχουν σήμερα ζωντανή ετυμολογική διαφάνεια, θα μου φαινόταν λογικότερο να λέμε ταμειακά διαθέσιμα για τα διαθέσιμα του ταμείου της επιχείρησης και ταμιακά διαθέσιμα για το ποσό που καταχράστηκε ο ταμίας. Άλλες γνώμες;