Στη διάλεκτο της Μάνης όρογα σημαίνει "επίτηδες". Η μάνα μου αναφέρει πότε-πότε μια φράση της γιαγιάς της, "Όρογα το κάνεις, βρε μπεζεβέγκη!". Τον μπεζεβέγκη όλοι τον ξέρουμε βεβαίως, το όρογα όμως λιγότεροι. Δεν ξέρω γιατί σήμερα μου ήρθε να αναρωτηθώ για την προέλευση της λέξης (και κατ' επέκταση την γραφή της - το γράφω με δύο όμικρον κι ένα ρο, αλλά τρέχα γύρευε πώς "θα έπρεπε" να είναι).
Σε αυτό εδώ το σάιτ λέει ότι προέρχεται από το αρχαίο "ορέγομαι", επιθυμώ. Δεν ξέρω αν με πείθει. Αν είναι έτσι, ποιος απ' όλους τους τύπους του ρήματος έδωσε το "όρογα" (ή μήπως "ώρογα"); Πώς έγινε η το πέρασμα από τη μια λέξη στην άλλη; Κοίταζα τους τύπους του ορέγω, οι πιο κοντινοί ηχητικά μοιάζουν τα ώρεγον και ώρεγε (παρατατικός) και το όρεγε (ενεστώτας προστακτικής), αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς το ε έγινε ο ούτε πώς μετατράπηκε σε επίρρημα. Στο ορέγομαι τα πράματα μου φάνηκαν ακόμη πιο δύσκολα.
Αλλά ούτε αρχαία ελληνικά ξέρω, ούτε ετυμολογία, οπότε κόλλησα. Υπάρχει καμιά ιδέα; Ξέρει κανείς κάτι;
Σε αυτό εδώ το σάιτ λέει ότι προέρχεται από το αρχαίο "ορέγομαι", επιθυμώ. Δεν ξέρω αν με πείθει. Αν είναι έτσι, ποιος απ' όλους τους τύπους του ρήματος έδωσε το "όρογα" (ή μήπως "ώρογα"); Πώς έγινε η το πέρασμα από τη μια λέξη στην άλλη; Κοίταζα τους τύπους του ορέγω, οι πιο κοντινοί ηχητικά μοιάζουν τα ώρεγον και ώρεγε (παρατατικός) και το όρεγε (ενεστώτας προστακτικής), αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς το ε έγινε ο ούτε πώς μετατράπηκε σε επίρρημα. Στο ορέγομαι τα πράματα μου φάνηκαν ακόμη πιο δύσκολα.
Αλλά ούτε αρχαία ελληνικά ξέρω, ούτε ετυμολογία, οπότε κόλλησα. Υπάρχει καμιά ιδέα; Ξέρει κανείς κάτι;