MelidonisM
New member
(κρητική διάλεκτος)
χοχλίδης και χοχλιδάτος, δηλούντα ζώον ή άλλο πράγμα (λ.χ. ύφασμα) ποικίλον το χρώμα μάλιστα εναλλάσσον φαιόν και λευκόν (ως του κοχλίου, χοχλιού, σαλιγκαριού)· ούτω λέγεται χοχλίδης πετεινός, χοχλίδα όρνιθα καί χοχλιδάτη. (πηγή)
Διάλεξε με το μάτι μια γέρικη κότα, τη χοχλιδάτη, μα την ώρα που άπλωνε το χέρι της να την αρπάξει η χοχλιδάτη κουκούβισε, και χίμηξε απάνω της με ανοιχτές τις φτερούγες ο κόκορας· το Λενιό ανάγλειψε τα στεγνωμένα χείλια και κοίταζε ξαναμμένη· και άμα μοναστραπίς τελείωσε ο έρωτας, το Λενιό την ψυχοπόνεσε και διάλεξε μιαν άλλη.
(Νίκου Καζαντζάκη - Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, σελ. 291)
She looked about and chose an old hen, the speckled one (The Greek Passion, translation:
Jonathan Griffin)
The Plymouth Rock, often called simply Rocks or Barred Rocks (after their most popular color), is a chicken breed that originated in the United States. The Barred Rock is often called the Plymouth Rock, but this title correctly belongs to the entire breed, not just the Barred variety. The Plymouth Rock was developed in New England in the middle of the 19th century and was first exhibited as a breed in 1869. http://en.wikipedia.org/wiki/Plymouth_Rock_(chicken) (εισαγόμενο είδος, λοιπόν)
speckled hen VS barred rock hen, όπως βλέπουμε στις εικόνες το speckled ("κηλιδωμένη") μπορεί να περιλάβει και άλλα χρώματα, ενώ το barred rock ("ραβδωτού βράχου") είναι μόνο για την ασπρόμαυρη πουά, ραβδωτή, πιτσιλωτή κότα. (υπάρχουν και barred red hens, ενώ και το σκέτο barred hen είναι κυρίως η χοχλιδάτη.
*αγλάκι, τρέξιμο. Πέρα, τέλος, από τις κότες θα μπορούσε ένας σχεδιαστής μόδα να εμπνευστεί από μια χοχλιδάτη κότα. Είχε ταλέντο η φύση όταν της έφτιαξε αυτό το πυκνό ραβδωτό χρωματικό σχέδιο, που μοιάζει τόσο ζεστό και προσιτό σε σχέση με το διασπαστικό, κυκλικό, και αλλόκοτο πουά.