ΛΝΕΓ:
φρικιό (το) (αργκό) 1. το νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθ. για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κ.λπ. 2. άτομο με πολύ άσχημη εξωτερική εμφάνιση. [ΕΤΥΜ < αγγλ. freak (βλ. λ. φρικάρω) με παρετυμολογική επίδραση τού φρίκη, πβ. κ. χτικιό].
Στην ετυμολογία του φρικάρω:
[ΕΤΥΜ. < αγγλ. freak «τέρας, ασυνήθιστο φαινόμενο ή πρόσωπο» (πιθ. συνδ. με αρχ. αγγλ. frician «χορεύω») + παραγ. επίθημα -άρω, με παρετυμολογική επίδραση τού φρίκη].
ΛΚΝ:
φρικιό το : νεαρό άτομο με μακριά μαλλιά, συχνά αχτένιστα και απεριποίητα, που ντύνεται ατημέλητα και συμπεριφέρεται αντικομφορμιστικά, αντισυμβατικά· (πρβ. τσινάρι).
[αγγλ. freak 'κτ. διανοητικά ή σωματικά ανώμαλο' -ιό με επίδρ. της λ. φρίκη]
Όταν ο κ. Τσίπρας λέει «Και σαπίζοντας [το πολιτικό σύστημα] ρυπαίνει και απειλεί την κοινωνία, τη δημοκρατία, απειλεί κάθε πολίτη. Σαπίζει και γεννά πολιτικά φρικιά όπως η συγκυβέρνηση Σαμαρά–Βενιζέλου. Σαπίζει και γεννά τέρατα όπως τα τάγματα εφόδου του ναζισμού», πιστεύω ότι δίνει στη λέξη τη σημασία του τέρατος (όπως στα «σημεία και τέρατα»), του τερατώδους, δηλ. του ασυνήθιστου, φαινομένου, όπως το αγγλικό freak, π.χ. a freak event, a freak of nature. Το ότι έβαλε δίπλα δίπλα σαν φρικιά τη σημερινή κυβέρνηση και τα τάγματα εφόδου του ναζισμού είναι από τις δηλώσεις τις οποίες οι σώφρονες άνθρωποι κάποτε μετανιώνουν.
φρικιό (το) (αργκό) 1. το νεαρό άτομο που ντύνεται και συμπεριφέρεται με τρόπο προκλητικά αντίθετο προς τις κοινωνικές συμβάσεις, συνήθ. για να εκδηλώσει αμφισβήτηση, διαμαρτυρία κ.λπ. 2. άτομο με πολύ άσχημη εξωτερική εμφάνιση. [ΕΤΥΜ < αγγλ. freak (βλ. λ. φρικάρω) με παρετυμολογική επίδραση τού φρίκη, πβ. κ. χτικιό].
Στην ετυμολογία του φρικάρω:
[ΕΤΥΜ. < αγγλ. freak «τέρας, ασυνήθιστο φαινόμενο ή πρόσωπο» (πιθ. συνδ. με αρχ. αγγλ. frician «χορεύω») + παραγ. επίθημα -άρω, με παρετυμολογική επίδραση τού φρίκη].
ΛΚΝ:
φρικιό το : νεαρό άτομο με μακριά μαλλιά, συχνά αχτένιστα και απεριποίητα, που ντύνεται ατημέλητα και συμπεριφέρεται αντικομφορμιστικά, αντισυμβατικά· (πρβ. τσινάρι).
[αγγλ. freak 'κτ. διανοητικά ή σωματικά ανώμαλο' -ιό με επίδρ. της λ. φρίκη]
Όταν ο κ. Τσίπρας λέει «Και σαπίζοντας [το πολιτικό σύστημα] ρυπαίνει και απειλεί την κοινωνία, τη δημοκρατία, απειλεί κάθε πολίτη. Σαπίζει και γεννά πολιτικά φρικιά όπως η συγκυβέρνηση Σαμαρά–Βενιζέλου. Σαπίζει και γεννά τέρατα όπως τα τάγματα εφόδου του ναζισμού», πιστεύω ότι δίνει στη λέξη τη σημασία του τέρατος (όπως στα «σημεία και τέρατα»), του τερατώδους, δηλ. του ασυνήθιστου, φαινομένου, όπως το αγγλικό freak, π.χ. a freak event, a freak of nature. Το ότι έβαλε δίπλα δίπλα σαν φρικιά τη σημερινή κυβέρνηση και τα τάγματα εφόδου του ναζισμού είναι από τις δηλώσεις τις οποίες οι σώφρονες άνθρωποι κάποτε μετανιώνουν.