φάρδος 2. (προφ., λαϊκ.) μεγάλη τύχη, κωλοφαρδία: Το φάρδος του δε λέγεται. Have the luck of the devil, have the devil's own luck. Έχουμε για τη λαϊκή σημασία κάτι πιο... φρέσκο από αυτά με το διάβολο;