φάρδος = breadth, width | the luck of the devil, the devil's own luck

nickel

Administrator
Staff member
φάρδος 2. (προφ., λαϊκ.) μεγάλη τύχη, κωλοφαρδία: Το φάρδος του δε λέγεται.

Have the luck of the devil, have the devil's own luck.

Έχουμε για τη λαϊκή σημασία κάτι πιο... φρέσκο από αυτά με το διάβολο;
 

nickel

Administrator
Staff member
Στη συγκεκριμένη περίπτωση το συνώνυμο, κατά in.gr, είναι «άστρο εποχής Ρεχάγκελ».
 
Top