Το λεξικό της Magenta έπεσε σε λούμπα νομίζω. Έμπλεξε το περιθάλπω με το υποθάλπω. Σωστά;
ΛΚΝ
υποθάλπω [ipoθálpo] -ομαι Ρ αόρ. υπέθαλψα, απαρέμφ. υποθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : συντηρώ ή τροφοδοτώ κρυφά κτ. το οποίο είναι ή θεωρείται κακό (νοσηρή κατάσταση, μίσος κτλ.): Yποθάλπει την έχθρα. Yποθάλπουν την εξέγερση. ~ εγκληματία, του παρέχω κάλυψη, στέγη, τροφή, προστασία. Kατηγορήθηκε ότι με τα άρθρα του υπέθαλπε την τρομοκρατία.[λόγ. < ελνστ. ὑποθάλπω, αρχ. σημ.: `ζεσταίνω από μέσα΄]
περιθάλπω [periθálpo] -ομαι Ρ αόρ. περιέθαλψα, απαρέμφ. περιθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) προσφέρω προστασία και φροντίδα σε πρόσωπο που βρίσκεται σε μεγάλη δυστυχία και αδυνατεί να την αντιμε τωπίσει μόνο του: ~ ένα φτωχό / ένα γέρο. ~ πρόσφυγα / πολιτικό φυγά δα. Περιέθαλψαν τους τραυματίες.[λόγ. < ελνστ. περιθάλπω]
MAGENTA
περιθάλπω εγκληματία
harbour
ρ. περιθάλπω: harbour a criminal περιθάλπω εγκληματία # κρυφονοιώθω, "τρέφω": he harbours suspicions τρέφει υποψίες § harbour a grudge against.. μνησικακώ κατά.. # φιλοξενώ, προσφέρω άσυλο ή στέγη: the city dump harbours rats η χωματερή φιλοξενεί αρουραίους.
ΛΚΝ
υποθάλπω [ipoθálpo] -ομαι Ρ αόρ. υπέθαλψα, απαρέμφ. υποθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : συντηρώ ή τροφοδοτώ κρυφά κτ. το οποίο είναι ή θεωρείται κακό (νοσηρή κατάσταση, μίσος κτλ.): Yποθάλπει την έχθρα. Yποθάλπουν την εξέγερση. ~ εγκληματία, του παρέχω κάλυψη, στέγη, τροφή, προστασία. Kατηγορήθηκε ότι με τα άρθρα του υπέθαλπε την τρομοκρατία.[λόγ. < ελνστ. ὑποθάλπω, αρχ. σημ.: `ζεσταίνω από μέσα΄]
περιθάλπω [periθálpo] -ομαι Ρ αόρ. περιέθαλψα, απαρέμφ. περιθάλψει, (παθ. μόνο στο ενεστ. θ.) : (λόγ.) προσφέρω προστασία και φροντίδα σε πρόσωπο που βρίσκεται σε μεγάλη δυστυχία και αδυνατεί να την αντιμε τωπίσει μόνο του: ~ ένα φτωχό / ένα γέρο. ~ πρόσφυγα / πολιτικό φυγά δα. Περιέθαλψαν τους τραυματίες.[λόγ. < ελνστ. περιθάλπω]
MAGENTA
περιθάλπω εγκληματία
harbour
ρ. περιθάλπω: harbour a criminal περιθάλπω εγκληματία # κρυφονοιώθω, "τρέφω": he harbours suspicions τρέφει υποψίες § harbour a grudge against.. μνησικακώ κατά.. # φιλοξενώ, προσφέρω άσυλο ή στέγη: the city dump harbours rats η χωματερή φιλοξενεί αρουραίους.