Δεν την ήξερα την λέξη, την έψαξα στο DRAE και δεν βλέπω την έννοια "κουκούλα". Λέει ότι προέρχεται από το λατινικό tunica, και έχει τρία σημεία:από το ισπανικό tonga "κουκούλα"
Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς πήδησε αυτό το ισπανικό και έφτασε στην αργκοτική «έβαλε τόγκα» (=φέσωσε, εξαπάτησε).
Γι' αυτό ψάχνω να δω τι γίνεται με την τουρκική αργκοτική tonga:
tonga slang trick, fast one. ––ya basmak/düþmek/oturmak to be tricked, be conned, be taken in. ––ya bastýrmak /ý/ to trick, con, play (someone) for a sucker.
Οι σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, δεν είναι μια καλή εξήγηση;Δυσκολεύομαι να καταλάβω πώς πήδησε αυτό το ισπανικό και έφτασε στην αργκοτική «έβαλε τόγκα» (=φέσωσε, εξαπάτησε).
Βεβαίως. Δεν ζητάω και τεκμηρίωση, γιατί θα ήμουν υπερβολικός στις απαιτήσεις μου — αν και θα ήταν ιδανικό για τις ετυμολογήσεις που μας φαίνονται ξεκάρφωτες.Οι σεφαραδίτες Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, δεν είναι μια καλή εξήγηση;
Οπότε πρέπει να διορθωθεί ανάλογα και το σχετικό που είχα γράψει εδώ για τον Νόμο περί Τόγκας:https://www.lexilogia.gr/threads/Η-...ατυπώσεις-που-διχάζουν.8033/page-2#post-94976 — προφανώς η πηγή που χρησιμοποίησα έμπλεξε την τόγκα που εξηγεί η Crystal εδώ με την τόγκα "κουμαρούνα", κι έτσι παρασύρθηκα κι εγώ κατά την αντιγραφή.Λοιπόν, εγώ η μόνη τόγκα που ήξερα είχε σχέση με τα καπνά, και ιδού:
Με την οικονομική κρίση του 1930 οι εξαγωγές ελαχιστοποιούνται. Το μεροκάματο μειώνεται στις 27 δραχμές για τη γυναίκα και 50 για τον άντρα. Το 1993 οι καπνέμποροι εγκαταλείπουν την κλασσική επεξεργασία και εισάγουν την τόγκα, κατά την οποία τα φύλλα χωρίζονται μεν ποιοτικά, όμως δεν δεματοποιούνται αλλά τσαλακώνονται στα πατητήρια για να δεματοποιηθούν στο τέλος.
Στην τόγκα δουλεύουν γυναίκες ενώ οι άντρες απολύονται. Μετά από απεργίες και καταλήψεις επιτυγχάνεται η ισότιμη συμμετοχή των ανδρών στην τόγκα και η κατοχύρωση του επαγγέλματος, η οποία αίρεται το 1953. Σήμερα μόνο ελάχιστες καπναποθήκες λειτουργούν στην Ξάνθη και στην Καβάλα. Άλλωστε οι περισσότερες καπναποθήκες έχουν ήδη κατεδαφιστεί.
(από εδώ)