Και λίγο Καβάφη τώρα, για να στανιάρουμε. Από τα Κρυμμένα, το ποίημα Τεχνητά άνθη έγινε γνωστό το 1948. Λέει εκεί μέσα «οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου» και, σύμφωνα με τα λεξικά μου (ΛΝΕΓ, ΠαπΛεξ, Σταματάκος), το τσινί είναι επισμαλτωμένο πλακίδιο. Από το τουρκικό çini, από την Çin «Κίνα».
Στη σελίδα αυτή βρίσκω μια ακριβέστερη περιγραφή τού çini:
http://www.materialculture.com/inthefield/detail.asp?id=1
Tile or plate, flower vase or water jar, the ware is called çini. The word is cognate with "china." It designates a ceramic type, like "stoneware" or "porcelain." The ware was developed in response to the stunning wonder of Chinese porcelain. But çini is compositionally unlike porcelain. It can be fired at a lower temperature so that the rich color can be applied under the glaze, rather than enameled over the glaze in the East Asian manner, which requires sequential firings, risking loss in the kiln.
Το ποίημα, από εδώ:
Στη μετάφραση του Daniel Mendelsohn: «the glories of porcelain and metal».
Δεν είναι ακριβώς enamel, δεν είναι ακριβώς porcelain, και δεν ξέρω αν το «enamel and metal» έχει σχέση με το cloisonné. Τι να είχε στο νου του ο Καβάφης;
Στη σελίδα αυτή βρίσκω μια ακριβέστερη περιγραφή τού çini:
http://www.materialculture.com/inthefield/detail.asp?id=1
Tile or plate, flower vase or water jar, the ware is called çini. The word is cognate with "china." It designates a ceramic type, like "stoneware" or "porcelain." The ware was developed in response to the stunning wonder of Chinese porcelain. But çini is compositionally unlike porcelain. It can be fired at a lower temperature so that the rich color can be applied under the glaze, rather than enameled over the glaze in the East Asian manner, which requires sequential firings, risking loss in the kiln.
Το ποίημα, από εδώ:
Τεχνητά Άνθη
Δεν θέλω τους αληθινούς ναρκίσσους — μηδέ κρίνοι
μ’ αρέσουν, μηδέ ρόδ’ αληθινά.
Τους τετριμμένους, τους κοινούς κήπους κοσμούν. Με δίνει
η σάρκα των πικρία, κούρασι, κι οδύνη —
τα κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά.
Δώστε με άνθη τεχνητά — οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου —
που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν, με μορφές που δεν γερνούν.
Άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου,
που Θεωρίες, και Pυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν.
Άνθη αγαπώ από υαλί ή από χρυσό πλασμένα,
της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά·
με χρώματ’ απ’ τα φυσικά πιο εύμορφα βαμμένα,
και με σεντέφι και με σμάλτο δουλευμένα,
με φύλλα και κλωνάρια ιδανικά.
Παίρνουν την χάρι των από σοφή κι αγνότατη Καλαισθησία·
μέσα στα χώματα δεν φύτρωσαν και μες στες λάσπες ρυπαρά.
Εάν δεν έχουν άρωμα, θα χύσουμ’ ευωδία,
θα κάψουμ’ εμπροστά των μύρα αισθηματικά.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Δεν θέλω τους αληθινούς ναρκίσσους — μηδέ κρίνοι
μ’ αρέσουν, μηδέ ρόδ’ αληθινά.
Τους τετριμμένους, τους κοινούς κήπους κοσμούν. Με δίνει
η σάρκα των πικρία, κούρασι, κι οδύνη —
τα κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά.
Δώστε με άνθη τεχνητά — οι δόξες του τσινιού και του μετάλλου —
που δεν μαραίνονται και δεν σαπίζουν, με μορφές που δεν γερνούν.
Άνθη των εξαισίων κήπων ενός τόπου άλλου,
που Θεωρίες, και Pυθμοί, και Γνώσεις κατοικούν.
Άνθη αγαπώ από υαλί ή από χρυσό πλασμένα,
της Τέχνης της πιστής δώρα πιστά·
με χρώματ’ απ’ τα φυσικά πιο εύμορφα βαμμένα,
και με σεντέφι και με σμάλτο δουλευμένα,
με φύλλα και κλωνάρια ιδανικά.
Παίρνουν την χάρι των από σοφή κι αγνότατη Καλαισθησία·
μέσα στα χώματα δεν φύτρωσαν και μες στες λάσπες ρυπαρά.
Εάν δεν έχουν άρωμα, θα χύσουμ’ ευωδία,
θα κάψουμ’ εμπροστά των μύρα αισθηματικά.
(Από τα Κρυμμένα Ποιήματα 1877;-1923, Ίκαρος 1993)
Στη μετάφραση του Daniel Mendelsohn: «the glories of porcelain and metal».
Artificial Flowers (1903)
I do not want narcissuses that are real—nor do lilies
please me, nor do roses that are real.
The gardens they adorn are trite and common. To me
their flesh gives bitterness, weariness, and grief—
Their perishable beauties tire me.
Give me artificial blooms—the glories of porcelain and metal
which shrivel not and do not rot, with forms that do not age.
Blooms of the exquisite gardens of another place,
where Theories and Rhythms dwell, and Knowledges.
The blooms I love are fashioned of glass or gold:
of a faithful Art, the faithful gifts;
dyed in colors more lovely than the natural,
worked with nacre and with enamel,
with idealized leaves and shoots.
They take their grace from Taste, most wise and pure;
in the earth they did not sprout, nor filthily in slime.
If they have no aroma, perfumes shall we pour,
and burn the incenses of sentiment before them.
I do not want narcissuses that are real—nor do lilies
please me, nor do roses that are real.
The gardens they adorn are trite and common. To me
their flesh gives bitterness, weariness, and grief—
Their perishable beauties tire me.
Give me artificial blooms—the glories of porcelain and metal
which shrivel not and do not rot, with forms that do not age.
Blooms of the exquisite gardens of another place,
where Theories and Rhythms dwell, and Knowledges.
The blooms I love are fashioned of glass or gold:
of a faithful Art, the faithful gifts;
dyed in colors more lovely than the natural,
worked with nacre and with enamel,
with idealized leaves and shoots.
They take their grace from Taste, most wise and pure;
in the earth they did not sprout, nor filthily in slime.
If they have no aroma, perfumes shall we pour,
and burn the incenses of sentiment before them.
Δεν είναι ακριβώς enamel, δεν είναι ακριβώς porcelain, και δεν ξέρω αν το «enamel and metal» έχει σχέση με το cloisonné. Τι να είχε στο νου του ο Καβάφης;