Στο πλαίσιο της διαμάχης που έχει ξεσπάσει αυτές τις μέρες στη Νέα Δημοκρατία, ο κ. Φαήλος Κρανιδιώτης είπε: «Δεν παρέλαβα από τον πατέρα μου κανένα πολιτικό τιμάριο, μόνο το παράδειγμα του» [Τα Νέα]. Βρήκε και ο Άλκης Γαλδαδάς την ευκαιρία και έγραψε μερικά για το τιμάριο της τουρκοκρατίας. Δεν έχω τις γνώσεις να πω αν είναι όλα σωστά. Περίεργο μου φάνηκε που αναφέρει μόνο την τουρκική λέξη για τους τιμαριώτες και ξέρω ότι δεν μπορούμε να περιορίσουμε τη μεταφορική σημασία στο κληρονόμημα («Από τότε βέβαια πέρασαν αιώνες και σήμερα τιμάριο θεωρείται μια ιδιοκτησία ή έστω ένας τίτλος που δίδεται κάπως σαν “προίκα” από έναν πατέρα στα παιδιά του ενώ αυτά δεν αξίζουν κάτι τέτοιο»).
ΛΚΝ
τιμάριο το : 1. μεγάλη έκταση αγροτικής γης που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικό, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφερε αυτός στο οθωμανικό κράτος· άρνηση υπηρεσίας είχε ως συνέπεια την ανάκληση του τιμαρίου· (πρβ. φέουδο, τσιφλίκι). 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε έναν τομέα όπου ασκείται η εξουσία με τρόπο αυθαίρετο· φέουδο: Το υπουργείο δεν είναι τιμάριο κανενός. [λόγ. < μσν. τιμάριον < περσ. timar -ιον]
Για τη μεταφορική σημασία στο ΛΝΕΓ:
(μτφ.) οτιδήποτε εκμεταλλεύεται κάποιος, χωρίς να του ανήκει (θέση, αξίωμα κ.λπ.): το κόμμα δεν είναι τιμάριο κανενός.
Αποδόσεις που προτείνω:
τιμάριο = (ιστ.) timar, fief | (μτφ.) fiefdom, fief, stronghold, (private) kingdom, preserve
τιμαριώτης, τιμαριούχος, τιμαρλής = timariot, timar holder, fief-holder, timarli
τιμαριωτικός = timar, timariot. τιμαριωτικό σύστημα timar system.
ΛΚΝ
τιμάριο το : 1. μεγάλη έκταση αγροτικής γης που παραχωρούσε ο σουλτάνος σε στρατιωτικό, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υπηρεσία που πρόσφερε αυτός στο οθωμανικό κράτος· άρνηση υπηρεσίας είχε ως συνέπεια την ανάκληση του τιμαρίου· (πρβ. φέουδο, τσιφλίκι). 2. (μτφ.) για να χαρακτηρίσουμε έναν τομέα όπου ασκείται η εξουσία με τρόπο αυθαίρετο· φέουδο: Το υπουργείο δεν είναι τιμάριο κανενός. [λόγ. < μσν. τιμάριον < περσ. timar -ιον]
Για τη μεταφορική σημασία στο ΛΝΕΓ:
(μτφ.) οτιδήποτε εκμεταλλεύεται κάποιος, χωρίς να του ανήκει (θέση, αξίωμα κ.λπ.): το κόμμα δεν είναι τιμάριο κανενός.
Αποδόσεις που προτείνω:
τιμάριο = (ιστ.) timar, fief | (μτφ.) fiefdom, fief, stronghold, (private) kingdom, preserve
τιμαριώτης, τιμαριούχος, τιμαρλής = timariot, timar holder, fief-holder, timarli
τιμαριωτικός = timar, timariot. τιμαριωτικό σύστημα timar system.