Εγώ δύσκολα βλέπω διαφορά. Πολλές φορές, στα συνώνυμα η διαφορά φαίνεται στη χρήση, στις συμφράσεις που συνηθίζονται. Εδώ όμως, τουλάχιστον στα παραδείγματα του ΜΗΛΝΕΓ, εύκολα θα έβαζα το
σωρευτικός στα παραδείγματα του
συσσωρευτικός και το αντίστροφο.
σωρευτικός
Που είναι αποτέλεσμα σώρευσης, που δημιουργείται ή υπολογίζεται με τη σώρευση κάποιου πράγματος, συνήθως στη διάρκεια ενός μεγάλου χρονικού διαστήματος
(ΣΥΝ συσσωρευτικός)
η σωρευτική δράση των φαρμάκων | οι σωρευτικές επιπτώσεις του παθητικού καπνίσματος | το σωρευτικό δημόσιο έλλειμμα
σωρευτική άδεια ανατροφής τέκνων (= αυτή που υπολογίζεται από την άθροιση των επιμέρους διαδοχικών αδειών που δικαιούται μια νέα μητέρα)
συσσωρευτικός
(ΣΥΝ σωρευτικός)
1) Που επέρχεται μετά από συσσώρευση, που προκαλείται από αυτήν
Συσσωρευτική η επίδραση της ηλιακής ακτινοβολίας
Επιτείνεται η ανάγκη προστασίας των αγροτών κατά τη χρήση φυτοφαρμάκων μετά από έρευνες που αποδεικνύουν ότι οι ουσίες αυτές έχουν συσσωρευτική δράση
Ο υπουργός ανακοίνωσε ότι το συσσωρευτικό δημόσιο έλλειμμα της τελευταίας δεκαετίας ξεπερνά κατά πολύ τους ισχυρισμούς της πρώην κυβέρνησης (= το συνολικό, το συσσωρευμένο)
2) Που προκαλεί συσσώρευση
Τα λαχανικά με συσσωρευτική ικανότητα στις νιτρικές ουσίες των λιπασμάτων πρέπει να εντάσσονται στο διαιτολόγιό μας μετά από προσεκτική επιλογή