συμπράγκαλα ή τσιμπράκαλα;
συμπράγκαλα. Το ΛΚΝ δίνει:
συμπράγκαλα τα [simbráŋgala] Ο41 : (οικ.) πολλές και συνήθ. μικρές αποσκευές, σε χρήση κυρίως για να δηλώσουμε τη δυσκολία ή την ενόχληση που δημιουργεί η μεταφορά τους ή η παρουσία τους: Πού να κουβαλήσω όλα αυτά τα ~; Mάζεψε τα συμπράγκαλά σου και φύγε.
[ίσως συμ- (δες συν-) βεν. branc(a) `χεριά΄ -αλα, πληθ. του -αλο]
Τα τσιμπράκαλα ομολογώ ότι τα είδα σήμερα πρώτη φορά, στον Δημ. Καμπουράκη («Όταν βρέχει στις πλαγιές») και διαπίστωσα ότι υπάρχουν κάποια ευρήματα και στον Γκούγκλη, ίσως πολλά από αυτά με κρητική προέλευση (που θα δικαιολογούσε το αρχικό -τσ-).
συμπράγκαλα. Το ΛΚΝ δίνει:
συμπράγκαλα τα [simbráŋgala] Ο41 : (οικ.) πολλές και συνήθ. μικρές αποσκευές, σε χρήση κυρίως για να δηλώσουμε τη δυσκολία ή την ενόχληση που δημιουργεί η μεταφορά τους ή η παρουσία τους: Πού να κουβαλήσω όλα αυτά τα ~; Mάζεψε τα συμπράγκαλά σου και φύγε.
[ίσως συμ- (δες συν-) βεν. branc(a) `χεριά΄ -αλα, πληθ. του -αλο]
Τα τσιμπράκαλα ομολογώ ότι τα είδα σήμερα πρώτη φορά, στον Δημ. Καμπουράκη («Όταν βρέχει στις πλαγιές») και διαπίστωσα ότι υπάρχουν κάποια ευρήματα και στον Γκούγκλη, ίσως πολλά από αυτά με κρητική προέλευση (που θα δικαιολογούσε το αρχικό -τσ-).