Μπορεί μια πένσα να είναι "στομωμένη"; Επειδή δεν είναι εργαλείο κοπής... :s
στομώνω, ΜΗΛΝΕΓ:
ΜΤΒ (+αιτ.)
Κάνω λιγότερο αιχμηρό ή μυτερό ένα αντικείμενο (συνήθως ένα εργαλείο κοπής, ένα οδοντωτό εξάρτημα κτλ.)
(ΣΥΝ αμβλύνω, αποστομώνω, ΑΝΤ ακονίζω, αναστομώνω, οξύνω)
β.( στο γ΄ πρόσ.) (για εργαλείο κοπής, κοφτερό ή μυτερό ή οδοντωτό εξάρτημα)
β1.ΑΜΤΒ
Γίνεται λιγότερο αιχμηρός ή κοφτερός ή μυτερός
(ΣΥΝ αμβλύνεται, ΑΝΤ οξύνεται)
β2.(στη μπθ.φ. με μέση ή παθ. διάθ., με την ίδια σημ. όπως στο 1β1)
Γίνομαι λιγότερο οξύς, λιγότερο κοφτερός
Αν δεν μπορεί να είναι "στομωμένη", τι είναι; ("φαγωμένη"; )
στομώνω, ΜΗΛΝΕΓ:
ΜΤΒ (+αιτ.)
Κάνω λιγότερο αιχμηρό ή μυτερό ένα αντικείμενο (συνήθως ένα εργαλείο κοπής, ένα οδοντωτό εξάρτημα κτλ.)
(ΣΥΝ αμβλύνω, αποστομώνω, ΑΝΤ ακονίζω, αναστομώνω, οξύνω)
β.( στο γ΄ πρόσ.) (για εργαλείο κοπής, κοφτερό ή μυτερό ή οδοντωτό εξάρτημα)
β1.ΑΜΤΒ
Γίνεται λιγότερο αιχμηρός ή κοφτερός ή μυτερός
(ΣΥΝ αμβλύνεται, ΑΝΤ οξύνεται)
β2.(στη μπθ.φ. με μέση ή παθ. διάθ., με την ίδια σημ. όπως στο 1β1)
Γίνομαι λιγότερο οξύς, λιγότερο κοφτερός
Αν δεν μπορεί να είναι "στομωμένη", τι είναι; ("φαγωμένη"; )