Το θέμα αποδείχτηκε πολύ ενδιαφέρον. Η έρευνα που έκανα δεν ήταν εξαντλητική / exhaustive, αλλά σίγουρα ήταν εξαντλητική / exhausting.
Λέει η γραμματική της δημοτικής:
Τα επίθετα κατά την κλίση τους φυλάγουν τον τόνο στη συλλαβή που τονίζεται η ονομαστική του αρσενικού (
ο επόμενος ομιλητής, του επόμενου ομιλητή, η επόμενη ομιλήτρια, της επόμενης ομιλήτριας).
Και παρακάτω αναφέρεται στα προπαροξύτονα επίθετα σε –ος που, όταν χρησιμοποιούνται σαν ουσιαστικά, κατεβάζουν τον τόνο στη γενική του ενικού και στη γενική και αιτιατική του πληθυντικού (π.χ. τους αρρώστους, των βαρβάρων). Να θυμίσω ότι αυτό σχετίζεται με το προπαροξύτονα αρσενικά ουσιαστικά σε –ος που κατέβαζαν τον τόνο όταν η κατάληξη γινόταν μακρά (
ο άνθρωπος, του ανθρώπου, των ανθρώπων, τους ανθρώπους). Αργότερα, όταν ξεχάστηκε ο ρόλος των μακρών, στα λαϊκά ουσιαστικά σταμάτησε να κατεβαίνει ο τόνος (π.χ. ο καλόγερος, του καλόγερου). Αυτό είναι το λόγιο κατέβασμα του τόνου που ξεχνάμε όταν λέμε
του άνθρωπου ή
του πάπυρου, υπάρχει δηλαδή μια τάση και τα λόγια ουσιαστικά να αρχίσουν να κλίνονται σαν τα λαϊκά. Έχει το ΛΚΝ μια κλιτική κατηγορία για αυτά που δεν έχουμε ακόμα αποφασίσει πού θα κάτσει ο τόνος. Βάζει τον
πάπυρο σ’ αυτά, αλλά όχι τον
άνθρωπο. Το Σχολικό, από την άλλη, και τον
άνθρωπο και τον
πάπυρο και τον
υπόκοσμο και τον
πίθηκο τα έχει όλα σε μία κατηγορία, σαν να μη δέχεται τη γενική
του πάπυρου ή
του υπόκοσμου.
Ανωμαλία, ως γνωστόν, είναι και τα
σώματα ασφαλείας και ο
υπουργός επικρατείας — ανωμαλία κλιτικού τύπου. Αλλά και κάποια θηλυκά ουσιαστικά από επίθετα:
η αξία, η βαρεία, η τελεία, η κυρία (αλλά:
άξια της τύχης της, η τέλεια συνταγή, η κύρια απασχόληση). Τα ουσιαστικά αυτά έχουν απολιθωθεί σαν ξεχωριστές λέξεις και δεν είναι πιθανό να αρχίσουν τα παιδιά να φωνάζουν στην τάξη «Κύρια, κύρια!». Κι ας μιλάνε αμέσως μετά για την
κύρια πρόταση.
Οι προπαροξύτονες
μετοχές σε –μενος όταν χρησιμοποιούνται σαν επίθετα δεν πρέπει, κανονικά (βλ. σχολικό κανόνα), να κατεβάζουν τον τόνο, αλλά είναι πιθανό να τον κατεβάζουν όταν γίνονται ουσιαστικά, γίνονται δηλαδή σαν τον
πάπυρο.
Όπως ο
προϊστάμενος γίνεται στη γενική
του προϊσταμένου και
των προϊσταμένων ή ο
παρακείμενος του παρακειμένου, έτσι και στο θηλυκό η μακρά πτώση επηρεάζει τον τονισμό και της ονομαστικής πτώσης:
η προϊσταμένη, της προϊσταμένης.
Έχουμε όμως κι εδώ εξαιρέσεις. Ουσιαστικά που δεν κατεβάζουν πια τον τόνο τους ή επίθετα που έχουν μείνει στη λόγια μορφή. Έκανα μια μικρή λίστα και αναφέρω κάποια παραδείγματα. Το Γκουγκλ δεν λαμβάνει υπόψη του τη θέση του τόνου, οπότε χρησιμοποίησα το altavista για κάποια ευρήματα. Έχουμε και λέμε:
- η αναδυόμενη ή η αναδυομένη Αφροδίτη
- η ασκούμενη δικηγόρος αλλά συχνά η ασκουμένη
- βασιλευομένη δημοκρατία > βασιλευόμενη δημοκρατία
- μια διανοούμενη (δεν λέμε διανοουμένη)
- η ενδιαφερόμενη, αλλά και η ενδιαφερομένη
- επισταμένη έρευνα
- την επόμενη μέρα, αλλά την επομένη
- η εφαπτομένη
- η ηγουμένη
- η καθομιλούμενη γλώσσα, ουσ. η καθομιλουμένη και η καθομιλούμενη
- η κατηγορούμενη > η κατηγορουμένη
- η κρατούμενη
- η μαθητευόμενη
- η περισπώμενη συλλαβή, αλλά η περισπωμένη
- η Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, αλλά και Προεδρευομένη κ.λπ.
- την προηγούμενη μέρα αλλά την προηγουμένη
- στην προκειμένη περίπτωση (πολύ λιγότερα τα «στην προκείμενη περίπτωση»)
- η συνισταμένη
- η φιλοξενούμενη
Βλέπουμε ότι:
Λίγα είναι τα λόγια επίθετα που κατεβάζουν τον τόνο (π.χ.
επισταμένη έρευνα) και όπου το προπαροξύτονο επίθετο της δημοτικής δεν ακούγεται πολύ φυσικό παρότι είναι πιο σωστό (π.χ.
προϊστάμενη αρχή). Πολλά ουσιαστικά τα πάνε μια χαρά χωρίς να κατεβάζουν τον τόνο (π.χ.
η διανοούμενη και, πλέον,
η καθομιλούμενη). Κατεβάζουν τον τόνο τα ουσιαστικά:
η προϊσταμένη, η εφαπτομένη, η συνισταμένη, την επομένη, τη μεθεπομένη, την προηγουμένη, η περισπωμένη.
Ωραία. Κατεβάζουν αυτά τον τόνο λόγω του μακρού «η». Τι γίνεται όμως στην ονομαστική και την αιτιατική του πληθυντικού, εκεί όπου το «ες» δεν δικαιολογεί κατέβασμα του τόνου; Πίσω πάλι ο τόνος, στην προπαραλήγουσα. Οι κατηγορούμενες, οι κρατούμενες, οι φιλοξενούμενες, οι διανοούμενες, οι εφαπτόμενες, οι προϊστάμενες αρχές, επιστάμενες έρευνες.
Είναι λιγοστοί αυτοί που λένε «οι *προϊσταμένες αρχές». Είναι όμως, δυστυχώς,
πολλοί αυτοί που μιλάνε για *
επισταμένες έρευνες, μελέτες, προσπάθειες κ.λπ.
Θα φταίνε οι… περισπωμένες. Γιατί μπορεί να έχουμε
περισπώμενες λέξεις, αλλά το ουσιαστικό φαίνεται να έχει αυτονομηθεί, και μαζί του φαίνεται να θέλουν να αυτονομηθούν και διάφορες
συνισταμένες, προϊσταμένες και
ηγουμένες και να γίνουν σαν... τις
ερωμένες.
Με την ευκαιρία — είναι αστείο να πειράζουμε κάποια λόγια απολιθώματα και να τα παραμορφώνουμε χωρίς λόγο: η έκφραση είναι «επί του προκειμένου», όχι «επί του *προκείμενου». Το επίρρημα από το «επιστάμενος» είναι επισταμένως (μακρό «ω», κατεβαίνει ο τόνος). Αν προτιμάτε το άσχημο επίρρημα επιστάμενα (άσχημο σαν το επίρρημα προηγούμενα), κακό της κεφαλής σας. Αλλά το *επισταμένα με τα κάπου 10.000 ευρήματα είναι τέρας!