πηδοκοπούσαν

altan

Member
Have a nice weekend to everybody!
Would you like to explain this compound werb, please? Πηδώ + ???
Thanks,

Απέξω από την καζέρνα ο παπα-Γιάνναρος στάθηκε, τα γόνατα του κόπηκαν ένας σωρός παιδιά είχαν µαζωχτεί και σκάλιζαν τα σκουπίδια, να βρουν αποµεινάρια από το συσίτιο των φαντάρων, να φάνε. Με πρησµένη κοιλιά, µε καλαµένια πόδια, πολλά δεν μπορούσαν να σταθούν όρθια και πηδοκοπουσαν µε δεκανίκια, άλλα, οχτώ δέκα χρονών, είχαν βγάλει γένια... (Οι Αδερφοφάδες)

Ό Ποτιέμκιν, όταν έβγαζε σε περιοδεία την αυτοκρατορικιά μετρέσα του, τη Μεγάλη Αικατερίνη, έστελνε μπροστά έτοιμα χωριά από καρτόνι και τα στερέωνε κοντά στα μέρη απ’ όπου θα περνούσαν. Χωριάτες και χωριάτισσες, ντυμένοι λαμπερά κοστούμια, γλεντούσαν ευτυχισμένοι κάτω από τα δέντρα, έπαιζαν μπαλαλάικα, πηδοκοπούσαν και ζητωκραύγαζαν την αύτοκρατόρισσα. Δεν ήταν χωριάτες και χωριάτισσες· ήταν ηθοποιοί πού τούς είχε νοικιάσει ο Ποτιέμκιν κι η έρωτεμένη χοντρο-Κατερίνα δάκρυζε από κατάνυξη κι ευτυχία. (Ταξιδεύοντας: Ρουσία)
 

nickel

Administrator
Staff member
-κοπώ here is very similar to its use in γλεντοκοπώ. Here's what the Babiniotis dictionary has on -κοπώ.

-κοπώ λεξικό επίθημα ρημάτων που δηλώνει ότι (κάτι) γίνεται συνεχώς ή με ένταση: γλεντο-κοπώ, μεθο-κοπώ, ξυλο-κοπώ, λαμπο-κοπώ.
[ΕΤΥΜ. Λεξικό επίθημα ρημάτων της Ν. Ελληνικής, που προέρχεται από το ρήμα κόπτω. Το -κοπώ απαντά και σε αρχαία ρήματα ως παρασύνθετο από ονόματα σε -κόπος (λ.χ. ξυλο-κόπος - ξυλο-κοπώ), όπου διατηρείται η κυριολεκτική σημασία του κόπτω. Η σημερινή επαναληπτική-εμφατική χρήση του είναι ήδη αρχαία, αλλά το -κοπώ στη Ν. Ελληνική επεκτάθηκε αναλογικώς σε ρήματα που δεν προέρχονται από ουσιαστικό σε -κόπος (λ.χ. λαμπο-κοπώ, μεθο-κοπώ)].
 

nickel

Administrator
Staff member
The ΜΗΛΝΕΓ entry is even more analytical:

-κοπώ [kopó] και -κοπάω [kopáo]
Λεξικό επίθημα ή β΄ συνθετικό ρημάτων που δηλώνουν ότι το δηλούμενο από το υποκείμενο του ρήματος:
1)
δίνει (επαναλαμβανόμενα) χτυπήματα σε αυτό που δηλώνει το α΄ συστατικό της λέξης ή με τον τρόπο ή το μέσο που δηλώνει το α΄ συστατικό της λέξης
βολοκοπώ | πλευροκοπώ | σφυροκοπώ | γρονθοκοπώ


2)
έχει την τάση να κάνει συχνά ή να επαναλαμβάνει αυτό που εκφράζει το α΄ συστατικό της λέξης ή κάνει αυτό που εκφράζει το α΄ συστατικό της λέξης έντονα, δυνατά, συνεχόμενα
μεθοκοπάω | γλεντοκοπάω
λαμνοκοπώ
| φτεροκοπώ


3)
(ως επιτατ.) χαρακτηρίζεται από ή παρουσιάζει αυτό που εκφράζει το α΄ συστατικό της λέξης σε μεγάλο βαθμό
βρομοκοπώ | ιδροκοπώ | λαμποκοπώ
 

daeman

Administrator
Staff member
Και από το ΛΚΝ το λήμμα για το -κοπώ, που περιλαμβάνει και την αρχική σημασία του κόπτω στο ΙΙ:

-κοπώ [kopó] & -άω & με τύπο αποθετικού ρήματος -ιέμαι : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα. I. επιτείνει τη σημασία του ρηματικού μέρους του α' συνθετικού ή δηλώνει συνεχή επανάληψη από μέρους του υποκειμένου της ενέργειας που υπαινίσσεται το α' συνθετικό: αστραφτο~, βροντο~, γλεντο~, γυαλο~, ιδρο~, μεθο~ και μεθοκοπάω· ξυλο~· φαντασιο~, χρεο~. || (σε αποθετικά ρήματα) σταυροκοπιέμαι, ζεστοκοπιέμαι.

II. (συνήθ. λαϊκότρ.) δηλώνει ότι το υποκείμενο του ρήματος κόβει, σπάει αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: βολο~, χορτο~.
[μσν. μετουσ. επίθημα -κοπώ < -κόπ(ος) -ώ ως β' συνθ.: μσν. ραβδο-κοπώ `χτυπώ συνεχώς με ραβδί΄]



Από το Αντίστροφο, ρήματα σε -κοπώ:

ανθοκοπώ
ασημοκοπώ
ασπροκοπώ
αστραφτοκοπώ / στραφτοκοπώ
αστραφτολαμποκοπώ
αστρολαμποκοπώ
αφροκοπώ
βαθοκοπώ
βαριοκοπώ
βλαστημοκοπώ
βλαστοκοπώ
βολοκοπώ / σβολοκοπώ
βραχνοκοπώ
βροντοκοπώ
βρωμοκοπώ
γελοκοπώ
γλεντοκοπώ
γλωσσοκοπώ
γρονθοκοπώ / γροθοκοπώ
γυαλοκοπώ
γυρνοκοπώ
γυροκοπώ
δενδροκοπώ / δεντροκοπώ
δημοκοπώ / καταδημοκοπώ
ελαφροφτεροκοπώ
ζεστοκοπώ
ζοκοπώ
θαμποκοπώ
ιδροκοπώ
κλοτσοκοπώ
κυματοκοπώ
λαμνοκοπώ
λαμποκοπώ
λιθοκοπώ
λογοκοπώ
ματοκοπώ
μεθοκοπώ
μεσοκοπώ
μπαλοτοκοπώ
μυροκοπώ
νυχτοκοπώ
ξυλοκοπώ
ονειροκοπώ
πετροκοπώ
πετσοκοπώ
πηδοκοπώ
πλαγιοκοπώ
πλευροκοπώ
πορδοκοπώ
πραξικοπώ
ραβδοκοπώ
ραχοκοπώ
σαλτοκοπώ
σκουρδουμπελοκοπώ
σμαραγδοκοπώ
σμπαροκοπώ
σουδοκοπώ
σπαθοκοπώ
σπιθοκοπώ
σταθοκοπώ
σταλοκοπώ
στηθοκοπώ
στρατοκοπώ
σφυροκοπώ
τριζοκοπώ
τσιμποκοπώ
φαντασιοκοπώ
φλυαροκοπώ
φτερνοκοπώ
φτεροκοπώ
φωνοκοπώ
χαροκοπώ
χοντρογελοκοπώ
χρεοκοπώ / καταχρεοκοπώ
χτυποκοπώ


(τα σε -κοπάω δεν τα προσθέτω, γιατί τα ίδια υπάρχουν ήδη στα -κοπώ)

σε -κοπιέμαι:

βλαστημοκοπιέμαι
βολοκοπιέμαι
γνεφοκοπιέμαι
γρονθοκοπιέμαι / γροθοκοπιέμαι
δεντροκοπιέμαι
δερνοκοπιέμαι
ζεστοκοπιέμαι
μαλλοκοπιέμαι
ξυλοκοπιέμαι
πετσοκοπιέμαι
πλευροκοπιέμαι
σκουντοκοπιέμαι
σταυροκοπιέμαι
στερνοκοπιέμαι
στηθοκοπιέμαι
χαροκοπιέμαι



και σε -κοπούμαι:

ραβδοκοπούμαι
καταχρεοκοπούμαι
γρονθοκοπούμαι
αλληλογρονθοκοπούμαι
πλαγιοκοπούμαι
σβολοκοπούμαι
ξυλοκοπούμαι
δενδροκοπούμαι
σταυροκοπούμαι
πλευροκοπούμαι
σφυροκοπούμαι
 

nickel

Administrator
Staff member
Αν δεν κάνω λάθος, αυτό θα πρέπει να είναι σπάνια μορφή και ορθογραφία του βρομοκοπάω.
Η βρόμα και τα παράγωγά της γράφονταν με -ω- μέχρι την τακτοποίηση των ορθογραφιών το 1976. Πολλοί εξακολουθούν να τα γράφουν με -ω- και είναι μια ορθογραφία που δέχονται λεξικά όπως το Χρηστικό. Το Αντίστροφο βασίστηκε σε αρκετές παλιές πηγές και έχει διατηρήσει την παλιά ορθογραφία. Ξέρει, ας πούμε, το βρωμιάρης, όχι το βρομιάρης.
 
Πολλοί εξακολουθούν να τα γράφουν με -ω- και είναι μια ορθογραφία που δέχονται λεξικά
Συγκαταλέγομαι σε αυτούς.

Ο Παπαναστασίου (Νεοελληνική ορθογραφία, σελ. 185) προτιμά σε αυτές τις περιπτώσεις την απλούστερη "βρομώ", επισημαίνοντας πάντως το "ελνστ. βρωμώ 'μυρίζω άσχημα' από το αρχ. ουσ. βρώμος ΄ενοχλητική μυρωδιά, δυσωδία', το οποίο μαρτυρείται όμως και με τη γραφή βρόμος"
 
Top