...
πετρομάχος = πέτρα + -μάχος: one who fights with stone > one who works stone = stonemason
like ξωμάχος = έξω + -μάχος: one who works outside, out in the country, or θαλασσομάχος = one who fights at sea
Context, Altan?
-μάχος [máxos] : β' συνθετικό σε σύνθετα αρσενικά ουσιαστικά. I. (σε λόγιας προέλευσης ουσιαστικά) δηλώνει το πρόσωπο που μάχεται, αγωνίζεται: [...] 3. με το μέσο που εκφράζει το α' συνθετικό: ξιφομάχος. II. δηλώνει αυτόν που αγωνίζεται με τον τρόπο, το μέσο ή εναντίον αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: χερομάχος.
Πετρομάχος is also an architectural feature (το λεπτό πέτρινο πέτασμα που προφυλάσσει το παράθυρο, πολεμίστρα) but I doubt Kazantzakis meant that, or that he was even aware of that term.