Σε τηλεπαιχνίδι ρώτησαν πρόσφατα «Ποια είναι τα παραφερνάλια;». Πριν διαβάσετε το υπόλοιπο post, παρακαλώ σκεφτείτε τι σημαίνει για εσάς αυτή η λέξη.
Η δική μου εντύπωση ήταν ότι η λέξη σημαίνει μια ομάδα αντικειμένων που έχουν κάποιο κοινό στοιχείο μεταξύ τους ή συνδέονται με κάποια δραστηριότητα, π.χ. εξοπλισμός για ψάρεμα, αντικείμενα που χρησιμεύουν στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, συλλεκτικά αντικείμενα που σχετίζονται με ένα είδος μουσικής ή κάποιον καλλιτέχνη. Ήμουν ίσως επηρεασμένος από τη σημασία της λέξης στα Αγγλικά και από φράσεις όπως drug paraphernalia και rock paraphernalia.
Σύμφωνα με το Merriam-Webster:
1: the separate real or personal property of a married woman that she can dispose of by will and sometimes according to common law during her life
2: personal belongings
3a: articles of equipment : FURNISHINGS
b: accessory items : APPURTENANCES
In current use, paraphernalia is typically encountered in its "equipment" sense in such contexts as "arrested for possession of drug paraphernalia." But the word hasn't always been used in that way. Originally, paraphernalia was property that a married woman owned herself—as opposed to her husband's property or the dowry she brought to the marriage. Paraphernalia came to English, via Medieval Latin, from Greek parapherna, meaning "bride's property beyond her dowry" (from para-, meaning "beyond," and phernē, meaning "dowry").
Με αυτά στο μυαλό μου, παραξενεύτηκα όταν στο τηλεπαιχνίδι είπαν ότι τα παραφερνάλια είναι τα «παρεπόμενα». Στην αρχή σκέφτηκα ότι ίσως εκ παραδρομής έγραψαν παρεπόμενα αντί για παρελκόμενα. Μετά, όμως, είδα ότι το καλό μας ΛΝΕΓ (2004) ορίζει τα παραφερνάλια ως «τα παρεπόμενα, οι διάφορες συνέπειες ή εκφάνσεις ενός φαινομένου ή ενέργειας». Δίνει μάλιστα και παράδειγμα: «πολλοί γοητεύονται από τα υλικά και κοινωνικά παραφερνάλια της ζωής των διασήμων». Και αναφέρει ότι η λέξη είναι αντιδάνειο από τα Αγγλικά, με αρχική ρίζα το ελληνικό «παράφερνα». Ο δε ορισμός του «παράφερνα» στο ΛΝΕΓ είναι «τα αγαθά που δίνονται στη νύφη ως επιπλέον προίκα. Η λέξη φερνή δήλωνε την υποχρεωτική προσφορά θρησκευτικού χαρακτήρα σε τελετές και στον γάμο, όπου όμως γρήγορα αντικαταστάθηκε (ως νομικός όρος) από τη λέξη προιξ».
Επομένως, σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, έχουμε ένα αντιδάνειο που δεν έχει ούτε τη σημασία της αγγλικής λέξης, ούτε τη σημασία της αρχικής ελληνικής λέξης. Είναι δηλαδή ψευδόφιλη λέξη και με τις δύο!
Δυσκολεύομαι να συνηθίσω τα παραφερνάλια ως συνέπειες (π.χ. τα παραφερνάλια των σεισμών είναι η αύξηση των αστέγων και της οικοδομικής δραστηριότητας;). Και ίσως να μην είμαι ο μόνος, αν κρίνω από τις χρήσεις που βρίσκουμε στο διαδίκτυο:
Η δική μου εντύπωση ήταν ότι η λέξη σημαίνει μια ομάδα αντικειμένων που έχουν κάποιο κοινό στοιχείο μεταξύ τους ή συνδέονται με κάποια δραστηριότητα, π.χ. εξοπλισμός για ψάρεμα, αντικείμενα που χρησιμεύουν στη χρήση ναρκωτικών ουσιών, συλλεκτικά αντικείμενα που σχετίζονται με ένα είδος μουσικής ή κάποιον καλλιτέχνη. Ήμουν ίσως επηρεασμένος από τη σημασία της λέξης στα Αγγλικά και από φράσεις όπως drug paraphernalia και rock paraphernalia.
Σύμφωνα με το Merriam-Webster:
1: the separate real or personal property of a married woman that she can dispose of by will and sometimes according to common law during her life
2: personal belongings
3a: articles of equipment : FURNISHINGS
b: accessory items : APPURTENANCES
In current use, paraphernalia is typically encountered in its "equipment" sense in such contexts as "arrested for possession of drug paraphernalia." But the word hasn't always been used in that way. Originally, paraphernalia was property that a married woman owned herself—as opposed to her husband's property or the dowry she brought to the marriage. Paraphernalia came to English, via Medieval Latin, from Greek parapherna, meaning "bride's property beyond her dowry" (from para-, meaning "beyond," and phernē, meaning "dowry").
Με αυτά στο μυαλό μου, παραξενεύτηκα όταν στο τηλεπαιχνίδι είπαν ότι τα παραφερνάλια είναι τα «παρεπόμενα». Στην αρχή σκέφτηκα ότι ίσως εκ παραδρομής έγραψαν παρεπόμενα αντί για παρελκόμενα. Μετά, όμως, είδα ότι το καλό μας ΛΝΕΓ (2004) ορίζει τα παραφερνάλια ως «τα παρεπόμενα, οι διάφορες συνέπειες ή εκφάνσεις ενός φαινομένου ή ενέργειας». Δίνει μάλιστα και παράδειγμα: «πολλοί γοητεύονται από τα υλικά και κοινωνικά παραφερνάλια της ζωής των διασήμων». Και αναφέρει ότι η λέξη είναι αντιδάνειο από τα Αγγλικά, με αρχική ρίζα το ελληνικό «παράφερνα». Ο δε ορισμός του «παράφερνα» στο ΛΝΕΓ είναι «τα αγαθά που δίνονται στη νύφη ως επιπλέον προίκα. Η λέξη φερνή δήλωνε την υποχρεωτική προσφορά θρησκευτικού χαρακτήρα σε τελετές και στον γάμο, όπου όμως γρήγορα αντικαταστάθηκε (ως νομικός όρος) από τη λέξη προιξ».
Επομένως, σύμφωνα με το ΛΝΕΓ, έχουμε ένα αντιδάνειο που δεν έχει ούτε τη σημασία της αγγλικής λέξης, ούτε τη σημασία της αρχικής ελληνικής λέξης. Είναι δηλαδή ψευδόφιλη λέξη και με τις δύο!
Δυσκολεύομαι να συνηθίσω τα παραφερνάλια ως συνέπειες (π.χ. τα παραφερνάλια των σεισμών είναι η αύξηση των αστέγων και της οικοδομικής δραστηριότητας;). Και ίσως να μην είμαι ο μόνος, αν κρίνω από τις χρήσεις που βρίσκουμε στο διαδίκτυο:
- Ενδυμασίες και παραφερνάλια της Μπγιορκ
- «από τα παραφερνάλια μιας σκοτεινής διακυβέρνησης δεν μπορεί να περιμένει κανείς τίποτα ευφυέστερο»
- «απαντώ ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου. Όλα τα υπόλοιπα, επιτρέψτε μου να πω, μου ακούγονται ως παραφερνάλια».
- Και τι πανωλεθρίαμβος όταν επιτέλους γλιστράνε από πάνω σου τα παραφερνάλια της εικόνας που 'χουν οι άλλοι για σένα, εσύ για τον εαυτό σου
Τελικά, τι σημαίνουν τα παραφερνάλια για εσάς;