Και οι δύο λέξεις έχουν τη γενική έννοια του «φτιάχνω», αλλά το «παρασκευάζω» φέρνει περισσότερο σε «προετοιμάζω», ενώ το «κατασκευάζω» παραπέμπει σε «χτίζω» ή «συναρμολογώ». Σε πολλές περιπτώσεις είναι σαφές ποια θα χρησιμοποιηθεί: παρασκευάζω γεύματα για τους εργάτες που κατασκευάζουν το νέο υδραγωγείο. Μου φαίνεται, όμως, πως υπάρχει μια γκρίζα ζώνη μεταξύ των δύο λέξεων και πως σε κάποιες περιπτώσεις δεν είναι τόσο ξεκάθαρο ποιος είναι ο κατάλληλος όρος. Ένα εργοστάσιο μπορεί να κατασκευάζει παιχνίδια, τηγάνια, μηχανήματα, παπούτσια ή έπιπλα (όχι στον ίδιο χώρο), αλλά σύρματα ή κλωστές; Και μπορεί να παρασκευάζει μπίρες, γιαούρτια, υγρά καθαρισμού, βαφές αβγών ή καφέδες, αλλά χαρτικά ή πουκάμισα; Δυσκολεύομαι να θυμηθώ άλλα παραδείγματα (είναι παλιά η απορία), αλλά πέρα από τρόφιμα, φάρμακα και διάφορα χημικά, πού χρησιμοποιείται το «παρασκευάζω»;
Και για ποια αντικείμενα δεν ταιριάζει καμία από τις δύο λέξεις; Μήπως τα έτοιμα ενδύματα; Το μεταλλικό νερό μάλλον απλώς εμφιαλώνεται, και κάποια προϊόντα που δεν υφίστανται ιδιαίτερη επεξεργασία νομίζω συσκευάζονται, όπως τα όσπρια (που παλιά πωλούνταν χύμα στα παντοπωλεία).
Και για ποια αντικείμενα δεν ταιριάζει καμία από τις δύο λέξεις; Μήπως τα έτοιμα ενδύματα; Το μεταλλικό νερό μάλλον απλώς εμφιαλώνεται, και κάποια προϊόντα που δεν υφίστανται ιδιαίτερη επεξεργασία νομίζω συσκευάζονται, όπως τα όσπρια (που παλιά πωλούνταν χύμα στα παντοπωλεία).