Theseus
¥
This is the penultimate passage of the so-called Ordinary level pieces. Incidentally, in all the Latin & Ancient Greek Unseens I did in all exams had no helping vocabularies. You were meant to work out the meaning yourself from the context!
Οι χωριανοί, και πριν απ’ όλους οι ψαράδες, βάζουν πολύ πρώιμα τα χειμωνιάτικα. Τη χοντρή ναυτική φανέλα, μπλεγμένη (carefully woven?) από τις γυναίκες στο χέρι, κι από πάνω την πατατούκα. Οι βρακάδες (the wealthier fishermen-- weren't the poor Orthodox fishermen in Asia Minor called 'the breeches-less??), όσοι δεν έχασαν ακόμα τα παλιά μεράκια στην ντυσιά (all those who had a hankering for traditional dress in what they wore), ρίχνουν στις πλάτες τις φαρδιές αϊβαλιώτικες (pelts from Ayvalik of fox, hare, otters & other animals) γούνες τους, ασταρωμένες με προβιά.
Όλα μυρίζουν από τον χειμώνα που έρχεται, παντού στριφογυρίζουν τα κίτρινα φύλλα που αφήνουν από ψηλά ένα – ένα οι σκαλωμένες κληματαριές, οι συκιές και οι λιγνές λεύκες.
Η Σκάλα αλλάζει όψη. Είναι η εποχή της ελιάς που αρχίζει. «Το κουκούτσι (the pip/kernel)», λεν οι χωριανοί με τρυφερή συγκίνηση. Απ’ όλες τις μεριές ακούς να βουίζουν (creaking) τα λαδοβάρελα, να σφίγγουν τις ντούγες (the stays of the oil barrels). Σφυριά χτυπάνε στις λαμαρίνες, στα καζάνια (the metal hoops, the cauldrons??).
Είναι το εργοστάσιο που ‘τοιμάζεται ν’ ανοίξει. Λιμέρνουν, παστρεύουν, λαδώνουν και μαστορεύουν (file, clean, oil & repair??) οι μηχανικοί κ’ οι σιδεράδες.
Τώρα και μπρος το ψαραδολίμανο κατεβαίνει (From now on the work in the fishing harbour ends) και το κάνει κατοχή ο ελιώνας. Το χωριό των ξοχαραίων (I'm clueless about the meaning of this). Η πλατέα, οι καφενέδες, γεμίζουν από τους νοικοκυραίους. Είναι η στεριά, το χώμα, που παίρνει στα χέρια (takes over?) τη ζωή των ανθρώπων. Η Παναγιά η Γοργόνα (The Mermaid Panayia) στέκει από πάνου και το διαφεντεύει πάλι. Με το στεριανό το πανωκόρμι (in the landlubbers' outfit) τούτη τη φορά.:blush:
Οι χωριανοί, και πριν απ’ όλους οι ψαράδες, βάζουν πολύ πρώιμα τα χειμωνιάτικα. Τη χοντρή ναυτική φανέλα, μπλεγμένη (carefully woven?) από τις γυναίκες στο χέρι, κι από πάνω την πατατούκα. Οι βρακάδες (the wealthier fishermen-- weren't the poor Orthodox fishermen in Asia Minor called 'the breeches-less??), όσοι δεν έχασαν ακόμα τα παλιά μεράκια στην ντυσιά (all those who had a hankering for traditional dress in what they wore), ρίχνουν στις πλάτες τις φαρδιές αϊβαλιώτικες (pelts from Ayvalik of fox, hare, otters & other animals) γούνες τους, ασταρωμένες με προβιά.
Όλα μυρίζουν από τον χειμώνα που έρχεται, παντού στριφογυρίζουν τα κίτρινα φύλλα που αφήνουν από ψηλά ένα – ένα οι σκαλωμένες κληματαριές, οι συκιές και οι λιγνές λεύκες.
Η Σκάλα αλλάζει όψη. Είναι η εποχή της ελιάς που αρχίζει. «Το κουκούτσι (the pip/kernel)», λεν οι χωριανοί με τρυφερή συγκίνηση. Απ’ όλες τις μεριές ακούς να βουίζουν (creaking) τα λαδοβάρελα, να σφίγγουν τις ντούγες (the stays of the oil barrels). Σφυριά χτυπάνε στις λαμαρίνες, στα καζάνια (the metal hoops, the cauldrons??).
Είναι το εργοστάσιο που ‘τοιμάζεται ν’ ανοίξει. Λιμέρνουν, παστρεύουν, λαδώνουν και μαστορεύουν (file, clean, oil & repair??) οι μηχανικοί κ’ οι σιδεράδες.
Τώρα και μπρος το ψαραδολίμανο κατεβαίνει (From now on the work in the fishing harbour ends) και το κάνει κατοχή ο ελιώνας. Το χωριό των ξοχαραίων (I'm clueless about the meaning of this). Η πλατέα, οι καφενέδες, γεμίζουν από τους νοικοκυραίους. Είναι η στεριά, το χώμα, που παίρνει στα χέρια (takes over?) τη ζωή των ανθρώπων. Η Παναγιά η Γοργόνα (The Mermaid Panayia) στέκει από πάνου και το διαφεντεύει πάλι. Με το στεριανό το πανωκόρμι (in the landlubbers' outfit) τούτη τη φορά.:blush: