Σ΄ένα κείμενο του Σωτήρη Δημητρίου, διαβάζω:
«Ξάχλυαζα κάπως με την θάλασσα, αλλά κυρίως με τον κόσμο, τους διερχόμενους. Ένα παράξενο πράγμα. Σαν να ΄παιρνε ο καθένας κι από μια έγνοια μου.»
Μήπως μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει την έννοια;
Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγα ξένοιαζα, ησύχασα. Τι λέτε;
«Ξάχλυαζα κάπως με την θάλασσα, αλλά κυρίως με τον κόσμο, τους διερχόμενους. Ένα παράξενο πράγμα. Σαν να ΄παιρνε ο καθένας κι από μια έγνοια μου.»
Μήπως μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει την έννοια;
Εκ πρώτης όψεως, θα έλεγα ξένοιαζα, ησύχασα. Τι λέτε;