Περισσότερο για να βγάλω μια οικογενειακή υποχρέωση και λιγότερο από περιέργεια, πήγα να δω την παράσταση που λέγεται «Αναζητώνας τον Αττίκ». Νόμιζα ότι θα συναντούσα μια σκέτη παρέλαση τραγουδιών με κάποια προσχηματική αφηγηματική δομή για συνδετικό υλικό. Αντί γι’ αυτό βρέθηκα σε μια γνήσια θεατρική παράσταση, με κίνηση και φρεσκάδα, με μελετημένους ρυθμούς και ευσυνείδητη εκτέλεση, με ζωηράδα στα πρόσωπα και τη βέβαιη αίσθηση ότι οι ηθοποιοί χαίρονταν πρώτα οι ίδιοι αυτό που έκαναν. Ενθουσιάστηκα. Τα τραγούδια που ακούγονται (σαράντα τον αριθμό), του Αττίκ και άλλων, δίνονται με φόντο την εποχή τους και τη ζωή του συνθέτη και συγκινούν. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μη συγκινεί η κομψότητα και η ευαισθησία του Αττίκ; Το κοινό δεν είναι μόνο ηλικιωμένοι, αλλά και να ήταν τι σημασία θα είχε; Ούτε σημειώνει κανείς αν το μπαλέτο είναι συντονισμένο ούτε αν οι ηθοποιοί τα καταφέρνουν στις ψηλές νότες. Η ευχαρίστηση είναι ανυπόκριτη. Στις εφημερίδες και στο πρόγραμμα της παράστασης θα δείτε τα ονόματα, όλοι έξοχοι. Εγώ θα μνημονεύσω δύο: τον πολυτάλαντο Άγγελο Παπαδημητρίου, που φέρνει έναν άλλο αέρα φινέτσας στη σκηνή, και φυσικά το ανεπανάληπτο, παγκοσμίου κλάσεως, φαινόμενο που λέγεται Ζωζώ Σαπουντζάκη. Που τραγουδά από Μιστενγκέτ («C’ est mon home») μέχρι Σωτηρία Ιατρίδου («Ακόμα ένα ποτηράκι»), που χορεύει τανγκό και «Μιχάκα» και αφήνει μηρό και γάμπα ακάλυπτη, για να λυσσάει από ζήλια κάθε δευτεράντζα τύπου Αντζελίνα Τζολί, και βγάζει --στην ηλικία της-- μια ολόκληρη παράσταση δύο ωρών!
Ωστόσο δεν θα κολλούσα τούτο το σημείωμα σε αυτό το νήμα αν δεν είχα να προσθέσω και κάτι γλωσσικό. Βλέπετε, ακόμα και στις στιγμές αυτές το αισθητήριο ενός λεξιλόγου δεν κοιμάται. Ο προσεκτικός ακροατής βυθίζεται στους εκφραστικούς τρόπους και στα συνήθεια της προπολεμικής Αθήνας, τότε που ο κόσμος έλεγε ότι σύχναζε στην Πλατεία Αγάμων, τη σημερινή Πλατεία Αμερικής, που κάπνιζε «σιγαρέτα», όχι τσιγάρα, που έπλεκε με το αντικείμενο του πόθου του «ρομάντζο», όχι «σχέση», ούτε «φάση», που έλεγε «Συνοικισμός» και εννοούσε τα προσφυγικά παραπήγματα τα στημένα στην άκρη κάθε πόλης μετά την Καταστροφή, που άκουγε τους κονφερανσιέ να του συστήνουν κάθε νέο «σανσονιέ» που ερχόταν να επιδείξει τις καινούργιες του «κρεασιόν» και όπου οι ωραίες της ημέρας ανέβαιναν στο σανίδι για να γίνουν οι νέες «μποτέ». Σε μιαν αφίσα του ο Αττίκ ειδοποιεί ότι τα δημιουργήματά του προστατεύονται από το νόμο: «παν δικαίωμα επιφυλαγμένον», κι εμείς χαμογελούμε γιατί διαβάζουμε πίσω από τη βιαστική κατά λέξη μετάφραση το γαλλικό «tout droit réservé»...
Στην Αθήνα του 1935, με τον Αττίκ να ξεσαλώνει, άρχοντας στη μικροσκοπική του ουτοπία, οι αντιθέσεις κάθε είδους κορυφώνονται, η βία επελαύνει, η δημοκρατία καταρρέει, οι τραμπουκισμοί αγγίζουν μέχρι και τη Μάντρα, και η λογοκρισία μανταλώνει τις γλώσσες. Ο Δημήτρης Γιαννουκάκης εκείνη τη χρονιά σκαρώνει για την επιθεώρηση το παρακάτω νούμερο:
Οι μεσάζοντες
Κόψε εδώ και κόψε εκεί / σάτιρα πολιτική,
κι ό,τι λέει για γαλονάδες / για κοκότες κι αδερφάδες.
Δεν το περίμενα ποτές / πως θα ’χαμε λογοκριτές
κι από τις επιθεωρήσεις / το τι κόβουν θ’ απορήσεις.
Δεν μπορείς να λες μαθές / ό,τι φτάσεις κι ό,τι θες,
μα θα γράφεις ό,τι πρέπει / κι ό,τι ο νόμος επιτρέπει.
Στα χρόνια τούτα τα περιφανή / που κυβερνά ο πάντα σφάζων
παράξενο δεν πρέπει να φανεί / που φύτρωσε στη μέση ο ...μεσάζων.
Και όσο μέσα στα ταμεία / θα βρίσκεται παράς,
τρώει το καταπέτασμα / και λέει μετά χαράς:
Υπουργέ μου,
τι να την κάνω την τετραετία σου; / ήθελα να ’χα και άλλη
να τις ρημάξω και τις δυο / και λίγες να ’ναι πάλι.
Βρήκε ο μεσάζων το χαβά / χωρίς πολύ σεκλέτι
με το καπέλο του στραβά / κι ορμάει στο ρουσφέτι.
Σαν έχει πλάτες κι ακουμπά, / ό,τι γουστάρει το τσιμπά
με τη σύμβαση στο χέρι / σ’ όποιον υπουργό τον ξέρει.
Και την πόρτα του χτυπά / και του λέει μυστικά:
«Μπάρμπα δώσε μου και μένα / κι έχω “κάτι” και για σένα.
Αν θες να τα ’χουμε καλά / και να ’χουμε φιλίες,
δώσ’ μου καμιά προμήθεια / κι ας είν’ κι ομολογίες».
Κι έτσι σιγά και μουλωχτά / και όμορφα κι ωραία
μοιράζει τα μεσιτικά / όλη η καλή παρέα!
Γιατί, για να τα λέμε παστρικά, / όλοι τους τρώνε τακτικά.
Τρών’ οι μεσάζοντες παντού / και κάνουν ντου και κάνουν ντου
εις υγείαν του κουτού / του δόλιου ελληνικού λαού.
(εδώ μπαίνει η ορχήστρα)
Κάτω στο γιαλό τρώνε τα θωρηκτά μας.
Τρώνε στο στρατό, τα πυροβολικά μας.
Τρών’ μεσάζοντες παντού / κάνουν ντου και κάνουν ντου
εις υγείαν του κουτού / του ελληνικού λαού.
Που σημαίνει ότι η γέννηση της λέξης «ντου» πρέπει να μετατεθεί χρονικά πριν από την Κατοχή.