Τις μέρες αυτές θυμήθηκα τους Ασασίνους (ή Ασσασίνους, αν δεν το απλοποιήσουμε, ή Χασίσιους για τους παλιότερους). Τους είχα πρωτογνωρίσει όταν διάβαζα για τον Γέρο του Βουνού στην ιστορία του Μάρκο Πόλο. Τους ξαναβρήκα διαβάζοντας την ετυμολογία του αγγλογαλλικού assassin: πώς τα τάγματα εφόδου του Γέρου του Βουνού έκαναν κεφάλι με χασίσι πριν ξαμοληθούν να πάρουν τα κεφάλια Σταυροφόρων. Και πώς, γλωσσικά, από το αραβικό ḥashshāshīn φτάσαμε στο assassin.
(Πολύ περισσότερα στη Βικιπαίδεια [Ασασίνοι] και σε παρουσίαση σχετικού βιβλίου στο Βήμα.)
Σε παρόμοια σημασία έχει καταλήξει στα ελληνικά και το σύγχρονο ντοπάρω. Από την αγγλική ντόπα, dope, που μπορεί να είναι ναρκωτικό (συνήθως μαριχουάνα) και αναβολικό, το ντοπάρω δεν έχει να κάνει μόνο με το ντοπάρισμα, τη χορήγηση αναβολικών σε αθλητές. Το ΛΝΕΓ (όχι το ΛΚΝ) περιλαμβάνει και τη σημασία που θυμίζει τη λειτουργία των χασισίν:
ντοπάρω [...] 3. (μτφ.) εμπνέω απόλυτη αφοσίωση σε κάτι ή προσανατολίζω πρόσωπο σε στάση και συμπεριφορά εχθρική προς τους αντιφρονούντες: οι λόγοι των δημαγωγών είχαν ντοπάρει το πλήθος, που ήταν έτοιμο να επιτεθεί στους πολιτικούς αντιπάλους ΣΥΝ. φανατίζω.
Προσπαθώ να σκεφτώ καλές αγγλικές αποδόσεις:
arouse, agitate, inflame, stir up
Δεν βλέπω κάτι αντίστοιχο με ντόπες.
Και για να κάνουμε το πολιτικό μας σχόλιο: Πρέπει να μπει τέρμα στο ντοπάρισμα. Είτε πρόκειται για το αντικοινοβουλευτικό μίσος που ξεστομίζει ο κάθε χρυσαυγίτης, είτε τις παραινέσεις του κάθε κατακαημένου για λιντσαρίσματα, είτε κάθε άλλη προτροπή σε εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Δεν θέλουμε άλλους Χ.Α.σασίνους.
(Πολύ περισσότερα στη Βικιπαίδεια [Ασασίνοι] και σε παρουσίαση σχετικού βιβλίου στο Βήμα.)
Σε παρόμοια σημασία έχει καταλήξει στα ελληνικά και το σύγχρονο ντοπάρω. Από την αγγλική ντόπα, dope, που μπορεί να είναι ναρκωτικό (συνήθως μαριχουάνα) και αναβολικό, το ντοπάρω δεν έχει να κάνει μόνο με το ντοπάρισμα, τη χορήγηση αναβολικών σε αθλητές. Το ΛΝΕΓ (όχι το ΛΚΝ) περιλαμβάνει και τη σημασία που θυμίζει τη λειτουργία των χασισίν:
ντοπάρω [...] 3. (μτφ.) εμπνέω απόλυτη αφοσίωση σε κάτι ή προσανατολίζω πρόσωπο σε στάση και συμπεριφορά εχθρική προς τους αντιφρονούντες: οι λόγοι των δημαγωγών είχαν ντοπάρει το πλήθος, που ήταν έτοιμο να επιτεθεί στους πολιτικούς αντιπάλους ΣΥΝ. φανατίζω.
Προσπαθώ να σκεφτώ καλές αγγλικές αποδόσεις:
arouse, agitate, inflame, stir up
Δεν βλέπω κάτι αντίστοιχο με ντόπες.
Και για να κάνουμε το πολιτικό μας σχόλιο: Πρέπει να μπει τέρμα στο ντοπάρισμα. Είτε πρόκειται για το αντικοινοβουλευτικό μίσος που ξεστομίζει ο κάθε χρυσαυγίτης, είτε τις παραινέσεις του κάθε κατακαημένου για λιντσαρίσματα, είτε κάθε άλλη προτροπή σε εμφυλιοπολεμικές καταστάσεις. Δεν θέλουμε άλλους Χ.Α.σασίνους.