Τι λένε τα λεξικά μας για τη νομοτέλεια;
Στο ΛΝΕΓ:
νομοτέλεια (η) {χωρ. πληθ.} (λόγ.) ΦΙΛΟΣ. η απαρέγκλιτη υπαγωγή οποιουδήποτε στοιχείου τής πραγματικότητας σε συγκεκριμένους, απαράβατους κανόνες: η φύση μέσα στην νομοτέλειά της αφήνει χώρο και για την ελεύθερη κίνηση και δράση | τα δυσάρεστα γεγονότα που σημειώνονται στην περιοχή μας, φέρουν τη σφραγίδα της ιστορικής νομοτέλειας. — νομοτελειακός, -ή, -ό, νομοτελειακ-ά / -ώς επίρρ. [ΕΤΥΜ < νομο- + -τέλεια < -τελής < τέλος].
Κάτι θα πρέπει να γίνει για το «{χωρίς πληθ.}». Λάθος είναι καμιά εξηνταριά νομοτέλειες σε βιβλία και μερικές χιλιάδες χύμα στο διαδίκτυο;
Στο ΛΚΝ:
νομοτέλεια η : η λειτουργία ενός φαινομένου σύμφωνα με ορισμένους σταθερούς νόμους: H νομοτέλεια των φυσικών / κοινωνικών / ιστορικών φαινομένων.
[λόγ. νομο- 1 + τέλ(ος) -εια]
νομοτελειακός -ή -ό : που τον διέπει η νομοτέλεια: Ο νομοτελειακός χαρακτήρας της ιστορίας. νομοτελειακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. νομοτέλει(α) -ακός]
Στο ΠαπΛεξ:
νομοτέλεια η· (φιλοσ.) η ιδιότητα των πραγμάτων, των φαινομένων και των γεγονότων να υπάρχουν, να λειτουργούν και να διεξάγονται με βάση ορισμένους αντικειμενικούς νόμους, η αναγκαία αντικειμενική σχέση μεταξύ τους, μεταξύ αιτίου και αιτιατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -τέλεια (< -τελής < τέλος «σκοπός»), πρβλ. αυτο-τέλεια, ιδιο-τέλεια].
Στο ΝΕΛ:
νομοτέλεια η, ουσ. (ασυνίζ.) η ύπαρξη ορισμένων νόμων που επιδρούν καθοριστικά στην εξελικτική πορεία πραγμάτων, γεγονότων, καταστάσεων, φαινόμενων κ.λπ.: η κατάρρευση του θεσμού της βασιλείας ήταν ιστορική νομοτέλεια· φυσική νομοτέλεια.
Σε όλα τα μεταπολιτευτικά λεξικά το ουσιαστικό νομοτέλεια δίνει επίθετο νομοτελειακός και επίρρημα νομοτελειακά. Δεν καταγράφεται επίθετο νομοτελής και επίρρημα νομοτελώς, τα οποία χρησιμοποιούν κάποιοι.
Στο Μαρξιστικό Φιλοσοφικό–Κοινωνιολογικό Λεξικό βρίσκουμε αναλυτική περιγραφή του όρου νομοτέλεια.
http://www.politikokafeneio.com/leksiko/l27.htm#3
Τα παλιότερα λεξικά (Πρωίας, Δημητράκου, Σταματάκου) δεν περιέχουν τις λέξεις, αλλά μια γρήγορη ματιά σε βιβλία και στα αρχεία εφημερίδων της Εθνικής Βιβλιοθήκης έδειξαν ότι η νομοτέλεια χρησιμοποιείται από το 1928:
(Ζητώ συγγνώμη για το παράδειγμα από το χουντοβιβλίο και την αναπόφευκτη αναγούλα.)
Στάθηκε αδύνατο να βρω αν ο όρος αποτελεί μεταφραστικό δάνειο και ποιον ξένο όρο μετέφραζε. Στα αγγλικά θα χρησιμοποιούσα συχνά το inevitability στην απόδοση (ή necessity, αλλά έχουμε την αναγκαιότητα σε αντίστροφες αποδόσεις). Είναι πιθανό η νομοτέλεια να αποδίδει γερμανικό όρο; Κάποια σχέση με Zwangsläufigkeit (‘inevitability’) ή Notwendigkeit (‘αναγκαιότητα’);
Βρίσκω τους όρους στο λεξικό Κοραής με τις παρακάτω αποδόσεις:
νομοτέλεια ουσ. θηλ. ΦΙΛΟΣ = (adherence to) inviolable rules. Όλοι οι ζώντες οργανισμοί υπακούουν σε μια φυσική νομοτέλεια. = All living organisms obey the inviolable rules of nature.
φυσική νομοτέλεια ουσ θηλ = law of nature. Η φυσική νομοτέλεια, στην οποία υπόκειται κάθε ζωντανός οργανισμός, είναι ο θάνατος. = Death is a law of nature all living organisms are subject to.
νομοτελειακός επίθ. = unavoidable, inevitable, inescapable
νομοτελειακά επίρ. = unavoidably, inevitably, inescapably
Περιμένω θεία ή ανθρώπινη επιφοίτηση.
Στο ΛΝΕΓ:
νομοτέλεια (η) {χωρ. πληθ.} (λόγ.) ΦΙΛΟΣ. η απαρέγκλιτη υπαγωγή οποιουδήποτε στοιχείου τής πραγματικότητας σε συγκεκριμένους, απαράβατους κανόνες: η φύση μέσα στην νομοτέλειά της αφήνει χώρο και για την ελεύθερη κίνηση και δράση | τα δυσάρεστα γεγονότα που σημειώνονται στην περιοχή μας, φέρουν τη σφραγίδα της ιστορικής νομοτέλειας. — νομοτελειακός, -ή, -ό, νομοτελειακ-ά / -ώς επίρρ. [ΕΤΥΜ < νομο- + -τέλεια < -τελής < τέλος].
Κάτι θα πρέπει να γίνει για το «{χωρίς πληθ.}». Λάθος είναι καμιά εξηνταριά νομοτέλειες σε βιβλία και μερικές χιλιάδες χύμα στο διαδίκτυο;
Στο ΛΚΝ:
νομοτέλεια η : η λειτουργία ενός φαινομένου σύμφωνα με ορισμένους σταθερούς νόμους: H νομοτέλεια των φυσικών / κοινωνικών / ιστορικών φαινομένων.
[λόγ. νομο- 1 + τέλ(ος) -εια]
νομοτελειακός -ή -ό : που τον διέπει η νομοτέλεια: Ο νομοτελειακός χαρακτήρας της ιστορίας. νομοτελειακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. νομοτέλει(α) -ακός]
Στο ΠαπΛεξ:
νομοτέλεια η· (φιλοσ.) η ιδιότητα των πραγμάτων, των φαινομένων και των γεγονότων να υπάρχουν, να λειτουργούν και να διεξάγονται με βάση ορισμένους αντικειμενικούς νόμους, η αναγκαία αντικειμενική σχέση μεταξύ τους, μεταξύ αιτίου και αιτιατού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -τέλεια (< -τελής < τέλος «σκοπός»), πρβλ. αυτο-τέλεια, ιδιο-τέλεια].
Στο ΝΕΛ:
νομοτέλεια η, ουσ. (ασυνίζ.) η ύπαρξη ορισμένων νόμων που επιδρούν καθοριστικά στην εξελικτική πορεία πραγμάτων, γεγονότων, καταστάσεων, φαινόμενων κ.λπ.: η κατάρρευση του θεσμού της βασιλείας ήταν ιστορική νομοτέλεια· φυσική νομοτέλεια.
Σε όλα τα μεταπολιτευτικά λεξικά το ουσιαστικό νομοτέλεια δίνει επίθετο νομοτελειακός και επίρρημα νομοτελειακά. Δεν καταγράφεται επίθετο νομοτελής και επίρρημα νομοτελώς, τα οποία χρησιμοποιούν κάποιοι.
Στο Μαρξιστικό Φιλοσοφικό–Κοινωνιολογικό Λεξικό βρίσκουμε αναλυτική περιγραφή του όρου νομοτέλεια.
http://www.politikokafeneio.com/leksiko/l27.htm#3
Τα παλιότερα λεξικά (Πρωίας, Δημητράκου, Σταματάκου) δεν περιέχουν τις λέξεις, αλλά μια γρήγορη ματιά σε βιβλία και στα αρχεία εφημερίδων της Εθνικής Βιβλιοθήκης έδειξαν ότι η νομοτέλεια χρησιμοποιείται από το 1928:
- 1928: Τον άνθρωπο τον εξουσιάζει ένα υπερατομικός νόμος πνευματικός, που ο Βίνεκεν με μια έκφραση του Hegel, τον ονομάζει αντικειμενικό πνεύμα . Όλα όσα υψώνουν τον άνθρωπο σε αληθινό άνθρωπο, δεν δημιουργήθηκαν από τα άτομα, αλλά βγήκαν σύμφωνα με μια έμφυτη νομοτέλεια από την ανθρώπινη κοινωνία, σαν να προϋπήρχαν μέσα της δυναμικά. (Σε άρθρο για τον Gustav Wyneken, Μακεδονία, 23/4/1928)
- 1931: [ο δάσκαλος στο παιδί] να του κάμη συνειδητή τη νομοτέλεια στα ιστορικά γεγονότα. (Μακεδονία, 15/5/1931)
- 1936: …κατόρθωσα να επεξεργαστώ δύο γενικές θεωρίες της νομοτέλειας της λειτουργίας της εξέλιξης… Άρθρο του Ριζοσπάστη («Οι μορφολογικοί νόμοι της εξέλιξης»), μετάφραση από τα ρωσικά, 26/5/1936
— Σε φύλλα της ίδιας χρονιάς (1936) βρήκα άλλες πέντε «νομοτέλειες». - 1947: Είναι απίστευτο πόσην ανικανότητα δείχνει μια τέτοια ηγετική προσωπικότητα στη σύλληψη της πραγματικότητας και στην εκτίμηση των παραγόντων που τη δημιουργούν· η εξωτερική νομοτέλεια τού διαφεύγει ολότελα […] η ελληνική σκέψη στην ωριμότητά της, δηλαδή στην κλασσική της περίοδο, καταδίκασε τους μύθους, ανακάλυψε τη νομοτέλεια των φαινομένων κι έβαλε τις βάσεις της σημερινής επιστήμης. (Μάρκος Αυγέρης, Ριζοσπάστης 4/9/1947)
- 1969: Η Επανάσταση της 21ης Απριλίου δεν ήταν απόρροια προσωπικών φιλοδοξιών, αλλά νομοτελειακός καρπός των αντιφάσεων του πολιτικού μας βίου…
- 1970: το διχασμό της ελευθερίας και της ανάγκης και να φιλιώνεται με την υπέρτατη νομοτέλεια, που λέγεται ιδέα του αγαθού. (Ι. Θεοδωρακόπουλος)
- 1974: Σημαίνει ότι και ο φυσικός πρέπει να προϋποθέση την ύπαρξη μιας γενικής νομοτέλειας της φύσεως, η οποία να μαρτυρήται από την φυσική επιστημονική νομοτέλεια (δηλαδή την νομοτέλεια όπως την εννοεί η φυσική επιστήμη). «Τι είναι όμως φυσικο-επιστημονική νομοτέλεια;», έτσι ερωτά ο Planck. (Ι. Θεοδωρακόπουλος)
- 1977: Κατά τα άλλα, η νομοτέλεια της εξέλιξης του κρατικο-μονοπωλιακού καπιταλισμού, σε παγκόσμια κλίμακα, είναι αυτή που έδωσε ό Β.Ι.Λένιν στο έργο του: «Ιμπεριαλισμός Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού». (Ν. Ψυρούκης)
- 1974: Νομοτελειακή συνέπεια: Η νίκη του Σοσιαλισμού. (Ριζοσπάστης 4/10/1974, σε άρθρο μεταφρασμένο από τα ουγγρικά)
(Ζητώ συγγνώμη για το παράδειγμα από το χουντοβιβλίο και την αναπόφευκτη αναγούλα.)
Στάθηκε αδύνατο να βρω αν ο όρος αποτελεί μεταφραστικό δάνειο και ποιον ξένο όρο μετέφραζε. Στα αγγλικά θα χρησιμοποιούσα συχνά το inevitability στην απόδοση (ή necessity, αλλά έχουμε την αναγκαιότητα σε αντίστροφες αποδόσεις). Είναι πιθανό η νομοτέλεια να αποδίδει γερμανικό όρο; Κάποια σχέση με Zwangsläufigkeit (‘inevitability’) ή Notwendigkeit (‘αναγκαιότητα’);
Βρίσκω τους όρους στο λεξικό Κοραής με τις παρακάτω αποδόσεις:
νομοτέλεια ουσ. θηλ. ΦΙΛΟΣ = (adherence to) inviolable rules. Όλοι οι ζώντες οργανισμοί υπακούουν σε μια φυσική νομοτέλεια. = All living organisms obey the inviolable rules of nature.
φυσική νομοτέλεια ουσ θηλ = law of nature. Η φυσική νομοτέλεια, στην οποία υπόκειται κάθε ζωντανός οργανισμός, είναι ο θάνατος. = Death is a law of nature all living organisms are subject to.
νομοτελειακός επίθ. = unavoidable, inevitable, inescapable
νομοτελειακά επίρ. = unavoidably, inevitably, inescapably
Περιμένω θεία ή ανθρώπινη επιφοίτηση.