λουρκίζω ρ. (διαδικτυακή αργκό) παρακολουθώ την κίνηση σε φόρουμ ή άλλο διαδικτυακό τόπο χωρίς να συμμετέχω ενεργά, κόβω κίνηση χωρίς να εκδηλώνομαι: Λουρκίζω ακατάσχετα, γιατί δεν έχω χρόνο για τίποτ' άλλο! | Ο Μένιος συχνάζει στα μέρη μας· θα έχετε δει έναν Parios που λουρκίζει. [ΕΤΥΜ. Από το αγγλικό ρήμα lurk «παραμονεύω, καραδοκώ».]