Καλημέρα και πάλι.
Λοιπόν, πήρα το ακόλουθο feedback από tax law δικηγόρους: όπως λέτε άπαντες παραπάνω, οι λογιστικές διαφορές που εντοπίζει ο φορολογικός έλεγχος, είτε αυτές συνίστανται σε μη δηλωθέντα εισοδήματα (unreported revenue) είτε σε εντοπισμό δαπανών που έχουν δηλωθεί αλλά δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα (non-deductible expenses) είτε σε άλλο misstatement, ουσιαστικά οδηγούν σε αλλαγή αποτελεσμάτων: Ο έλεγχος εντοπίζει περισσότερα κέρδη και/ή λιγότερες δαπάνες σε σχέση με τα δηλωθέντα στις φορολογικές δηλώσεις, και άρα έχουμε αλλαγή της φορολογικής υποχρέωσης. Κανονικά ο όρος θα έπρεπε να αποδίδεται ως accounting discrepancy ή κάτι τέτοιο, που πράγματι χρησιμοποιείται σε κόντεξτ ασυνεπειών γενικά στα λογιστικά μιας εταιρείας, [ενώ υπάρχει και ο όρος tax-book difference, ο οποιός όμως αφορά σε διαφορές που προκύπτουν από τη διαφορετική μεταχείριση μιας συναλλαγής από λογιστικής (βάσει λογιστικών προτύπων) και φορολογικής άποψης, άρα δεν μας κάνει στην περίπτωσή μας]. Στην πράξη, and for all intents and purposes, χρησιμοποιείται ο όρος adjustments.
Audit adjustments.
Tax adjustments.
Tax audit adjustments.
Για ενίσχυση, προσθέτουμε και τον λόγο που αφορά η προσαρμογή αυτή. Πχ όταν πρόκειται για λογιστική διαφορά που προκύπτει από μη δηλωθέντα εισοδήματα:
(Tax) audit adjustments for unreported revenue
Όταν είμαστε σίγουροι για τι πράγμα μιλάμε, πχ όταν είμαστε λογιστές και αποδίδουμε τις λογιστικές διαφορές σε context transfer pricing, αποδίδουμε ως profit adjustment (γιατί αλλάζει το κέρδος βάσει επιλεγμένης μεθόδου ενδοομιλικής τιμολόγησης). Εγώ πάλι δεν είμαι λογίστρια, οπότε θα μείνω στο απλό adjustments, με ενδεχόμενη ενίσχυση βάσει συγκειμένου όταν καταλαβαίνω τι μου γίνεται.