Σαν να επιστρέφουμε
στο ερώτημα αν το
operate μεταφράζεται ως μεταβατικό
λειτουργώ, που για κάποιον λόγο το πέτυχα πρόσφατα.
Λέξη σαν κι αυτήν που ψάχνεις δεν μπορώ ούτε εγώ να βρω, και δεν νομίζω να υπήρξε μέχρι στιγμής η ανάγκη για κάτι τέτοιο, ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι τα περισσότερα οχήματα και μηχανήματα ελέγχονται με συγκεκριμένο τρόπο και δεν χρειάζεται να το προσδιορίσει κανείς. Μια αναζήτηση για περιφραστική εναλλακτική στ' αγγλικά μού βρίσκει κάμποσα "internally operated"/"externally operated", τα πρώτα κυρίως για συναγερμούς και τα τελευταία κυρίως για βαλβίδες και διακόπτες, αν και μια σχετική χρήση είναι αυτή για τα χειριστήρια ανελκυστήρων. Ίσως μια κατάλληλη περίφραση στα ελληνικά θα ήταν «εσωτερικά ελεγχόμενος» ή «εσωτερικά κατευθυνόμενος» (αλλά όχι «εσωτερικά χειριζόμενος», γιατί τέτοια μετοχή τού
χειρίζομαι νομίζω πως δεν μπορεί να αναφέρεται στο αντικείμενο του χειρισμού).
Το μονολεκτικό «ενδοκατευθυνόμενος» ακούγεται ωραίο, και
ήδη το έχει σκεφτεί κάποιος, αλλά φοβάμαι πως υποδεικνύει κατεύθυνση προς τα μέσα, αντί από μέσα. Μπορεί να κάνω και λάθος, βέβαια. Το «εσωκατευθυνόμενος» μου αρέσει περισσότερο: έχει κι αυτό ένα εύρημα στον γκούγκλη, και ίσως να μην έχει το ίδιο πρόβλημα ως προς τη σημασία τού προθέματος. Θέλω να δω τι θα πουν οι υπόλοιποι Λεξιλόγοι επί του θέματος.
Τέλος, «ενδοχειριζόμενος» δεν θα ήταν σωστό για λόγους που έχουν ήδη αναφερθεί, αλλά το ίδιο δεν θα ίσχυε για το «ενδοχείριστος», κατά τα πρότυπα του
αμεταχείριστου και του
αδιαχείριστου. Ακούγεται... χείριστο, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.