Περπατάω βιαστικά για να φτάσω στη Στοά Μοδιάνο, στη σκεπαστή ψαραγορά και κρεαταγορά. Εκεί που κάθε παραμονή Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς στήνεται το μεγάλο γλέντι. Γλέντι κανονικό με νταούλια, κλαρίνα, τουμπερλέκια, χάλκινα και τσίκνα. Χριστούγεννα, τσικνοπέμπτη και Πάσχα, όλα σε ένα. Έτσι τις γιορτάζει η πόλη αυτές τις ημέρες ακόμη και τα τελευταία χρόνια. Αντί για ρεβεγιόν, βαλκανική φιέστα και μάλιστα μεσημεριάτικα. Για μερικές ώρες δεν έχει καμία σημασία τι μουσική σού αρέσει, αν ξέρεις να χορεύεις καρσιλαμά, τι μέρος του λόγου είσαι, ρε παιδί μου. Είσαι απλώς μέρος της λαοθάλασσας μέσα στη στοά. Εκεί όπου ούτε στα δυο μέτρα δεν βλέπεις από τον καπνό. Παντού ψήνουν. Παντού γελάνε και ανταλλάσσουν ευχές. Πρέπει να το ζήσεις για να το πιστέψεις. Όλοι είναι μια παρέα. Καθηγητές πανεπιστημίου, οικοδόμοι, έμποροι, ψαράδες, δημόσιοι υπάλληλοι χορεύουν μαζί. Αυτή είναι και η γνήσια και διαχρονική μαγκιά της Θεσσαλονίκης. Αυτήν τουλάχιστον τη φυλάει. Φέτος σαν να μου φάνηκε πως όλοι αυτοί τσούγκριζαν με μεγαλύτερο πάθος τα πλαστικά ποτήρια με τη ρετσίνα τους, σφύριζαν πιο δυνατά όταν έπαιζε το κλαρίνο μέσα στο αυτί τους, χτυπούσαν πιο δυνατά τα χέρια τους στο ρυθμό του νταουλιού. Φέτος πιο πολύ από ποτέ όλους αυτούς τους έδενε η ίδια ανάγκη, το ίδιο ένστικτο. Να ξεφορτώσουν, για λίγο, το κουρσούμι τους. Έτσι έλεγε ο Καλλιπολίτης παππούς μου οτιδήποτε βαρύ και ασήκωτο. Από την τουρκική λέξη kurşun που σημαίνει μόλυβδος. Όλοι μας κουβαλούμε ένα κουρσούμι. Άλλοι μικρότερο, άλλοι μεγαλύτερο. Κάποιοι μπορούν να ξαποσταίνουν για λίγο κάποιοι άλλοι καθόλου. Άλλοι το αντέχουν, άλλους τους λιώνει.
Από κείμενο της Έλενας Παπαδημητρίου στο protagon.gr
Το κουρσούμι το βρίσκω στο Λεξικό της πιάτσας (διορθώνω την ορθογραφία της τουρκικής λέξης) και στο slang.gr:
κουρσούμι (α) βαρύ πράγμα (β) βαρύ φαγητό (γ) δυσβάστακτο, ανυπόφορο υποκείμενο. Από το τούρκικο kurşun «μολύβι». (Λεξικό της πιάτσας)
κουρσούμι
Γενικά, μεταλλικό σφαιρίδιο.
Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογή στους ναργιλέδες.
Μεταφορικά, κουρσούμι είναι κάτι βαρύ, συμπαγές, δυσκίνητο, ακόμη και δύσπεπτο. Μπορεί να σημαίνει και κάποιον χαζό, που δεν παίρνει πολλές στροφές.
Κάποιες αποδόσεις στα αγγλικά:
κουρσούμια bearing balls | lead pellets, metal pellets | slingshot pellets, slingshot ammo | metal marbles
κουρσούμι (μτφ.) a heavy load, a lead weight | (food like a) piece of lead | a blockhead, a stupid clod
Από κείμενο της Έλενας Παπαδημητρίου στο protagon.gr
Το κουρσούμι το βρίσκω στο Λεξικό της πιάτσας (διορθώνω την ορθογραφία της τουρκικής λέξης) και στο slang.gr:
κουρσούμι (α) βαρύ πράγμα (β) βαρύ φαγητό (γ) δυσβάστακτο, ανυπόφορο υποκείμενο. Από το τούρκικο kurşun «μολύβι». (Λεξικό της πιάτσας)
κουρσούμι
Γενικά, μεταλλικό σφαιρίδιο.
Κουρσούμια λέγονται, μεταξύ άλλων, οι μπίλιες των ρουλεμάν, τα σκάγια για τις σφεντόνες και οι μεταλλικές γκαζές. Έχουν και μια εφαρμογή στους ναργιλέδες.
Μεταφορικά, κουρσούμι είναι κάτι βαρύ, συμπαγές, δυσκίνητο, ακόμη και δύσπεπτο. Μπορεί να σημαίνει και κάποιον χαζό, που δεν παίρνει πολλές στροφές.
- Σ' αυτό το παιχνίδι παίζαμε και με "κουρσούμια", δηλαδή μπίλιες σιδερένιες από ρολιμάν. Υπήρχαν και από αυτές πολλές στο εργοστάσιο της Αμπραβανέλ που έκανε οβίδες. (Από το διαδίκτυο).
- Αμάν αυτό το τηγάνι για τις ομελέτες ... ασήκωτο είναι ... κουρσούμι σκέτο.
- PS: Το gothic 3 τζαμάτο παιχνίδι αλλά κουρσούμι από απαιτήσεις, θέλει πάνω από 1.5gb ram για να μην lagαρει... (από διαδικτυακό forum).
- Πολύ σκορδαλιά έφαγα το μεσημέρι ... κουρσούμι μού 'κατσε ... βαρυστομάχιασα άσχημα ... πιάσε μια Σουρωτή.
- Καλά, τι κουρσούμι ειν' αυτός ο αδερφός σου, ρε ... μία ώρα του εξηγούσα, τίποτα δεν κατάλαβε ...
http://www.slang.gr/lemma/show/koursoumi_4687
Κάποιες αποδόσεις στα αγγλικά:
κουρσούμια bearing balls | lead pellets, metal pellets | slingshot pellets, slingshot ammo | metal marbles
κουρσούμι (μτφ.) a heavy load, a lead weight | (food like a) piece of lead | a blockhead, a stupid clod