Theseus
¥
κουρέμπελα
Presumably they are what we call in English dingleberries, viz. a particle of faecal matter attached to the anal hair i.e. κουραδίτσες
But what do the following bits of dialogue mean?
Presumably they are what we call in English dingleberries, viz. a particle of faecal matter attached to the anal hair i.e. κουραδίτσες
But what do the following bits of dialogue mean?
Πώς ακούγεται;
«Θα σου κάψω τα κουρέμπελα.»
Τα κουρέμπελα τα έκαιγαν με αναπτήρα, για να μην πληγώνεται το εργαλείο τους (καθότι ξερά και σκληρά στις κολλημένες τρίχες)
«Άσ' τον αυτόν... του τάχουν κάψει τα κουρέμπελα» (π.χ. για τον παπούστη)
P.S. What does κουνια-μπέλα mean and in what contexts is it used? Is it a nursery word for a swing?