Το σκεπάρνι είναι παμπάλαια λέξη, βαστάει η σκούφια της από σκέπαρνον σε Όμηρο και Σοφοκλή. Προκαλεί κάποιους πονοκέφαλους σε όσους έχουν τάση στα σαρδάμ, οπότε δεν λείπουν τα *σκερπάνια από το διαδίκτυο.
Μεταφράζεται (κοπιάρω από LSJ και Κοραή):
(LSJ, το σκέπαρνον, ο σκέπαρνος) carpenter's axe, adze, for hewing and smoothing the trunks of trees, different from the πέλεκυς (felling-axe or hatchet)
(Κοραής) μαραγκού, οικοδόμου • εργαλείο = adze, lath-hammer
(ως φρ) καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι (προφ) = to show off, to give oneself airs, to strut, to preen oneself on sth: Αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι! = He bought a new car and is showing off!
Χωριστό λήμμα:
καμαρώνει σα(ν) γύφτικο σκεπάρνι φρ
= to give oneself airs, to be vainglorious: Με τα καινούργια της ρούχα η Μαιρούλα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. = Mary gave herself airs in her new clothes.
Εμένα τώρα με ενδιαφέρει ο σκεπαρνοσκοτωμένος, που τον θυμήθηκα χτες από ένα μεταφραστικό ερώτημα. Θυμάμαι αμυδρότατα ένα παιδικό παραμύθι (που διάβασα παιδί, οπότε καταλαβαίνετε τον υπερθετικό τού «αμυδρότατα»). Ψάχνω να βρω το παραμύθι και βλέπω ότι (πρέπει να) είναι το Clever Elsie των αδελφών Γκριμ. Λέει εκεί, ανάμεσα στις πολλές κουραστικές επαναλήψεις:
Στα ελληνικά βλέπω ότι το παραμύθι έχει μεταφραστεί με τον τίτλο Έλσα η ξύπνια.
Ερωτήματα:
Έχω δίκιο ότι από εκεί προέρχεται η έκφραση «κλαίνε τον σκεπαρνοσκοτωμένο»;
Σημαίνει «θρηνώ πρόωρα για κάτι που μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι»;
Και πώς θα μεταφραζόταν;
Μεταφράζεται (κοπιάρω από LSJ και Κοραή):
(LSJ, το σκέπαρνον, ο σκέπαρνος) carpenter's axe, adze, for hewing and smoothing the trunks of trees, different from the πέλεκυς (felling-axe or hatchet)
(Κοραής) μαραγκού, οικοδόμου • εργαλείο = adze, lath-hammer
(ως φρ) καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι (προφ) = to show off, to give oneself airs, to strut, to preen oneself on sth: Αγόρασε καινούργιο αυτοκίνητο και καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι! = He bought a new car and is showing off!
Χωριστό λήμμα:
καμαρώνει σα(ν) γύφτικο σκεπάρνι φρ
= to give oneself airs, to be vainglorious: Με τα καινούργια της ρούχα η Μαιρούλα καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. = Mary gave herself airs in her new clothes.
Εμένα τώρα με ενδιαφέρει ο σκεπαρνοσκοτωμένος, που τον θυμήθηκα χτες από ένα μεταφραστικό ερώτημα. Θυμάμαι αμυδρότατα ένα παιδικό παραμύθι (που διάβασα παιδί, οπότε καταλαβαίνετε τον υπερθετικό τού «αμυδρότατα»). Ψάχνω να βρω το παραμύθι και βλέπω ότι (πρέπει να) είναι το Clever Elsie των αδελφών Γκριμ. Λέει εκεί, ανάμεσα στις πολλές κουραστικές επαναλήψεις:
Then ever Εlsie began to weep and said, "If I get Hans, and we have a child, and he grows big, and we send him into the cellar here to draw beer, then the pick-axe will fall on his head and kill him." Then she sat and wept and screamed with all the strength of her body, over the misfortune which lay before her.
Στα ελληνικά βλέπω ότι το παραμύθι έχει μεταφραστεί με τον τίτλο Έλσα η ξύπνια.
Ερωτήματα:
Έχω δίκιο ότι από εκεί προέρχεται η έκφραση «κλαίνε τον σκεπαρνοσκοτωμένο»;
Σημαίνει «θρηνώ πρόωρα για κάτι που μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι»;
Και πώς θα μεταφραζόταν;