καρκατσουλιό, καρακατσουλιό

nickel

Administrator
Staff member
(Ζητώ συγγνώμη για την απορία της ημέρας, αλλά οι απορίες μου δεν τηρούν ημερολόγιο.)

Η λέξη είναι κανονικά καρκατσουλιό, από το αλβανικό karkacul (κακοντυμένος, ρακένδυτος, κουρελής· κατ' επέκτ. γυμνός). Το καρακατσουλιό πρέπει να επηρεάστηκε από λέξεις τουρκικής προέλευσης με καρα-.

Στο slang.gr εμφανίζεται με τις δυο διαφορετικές ορθογραφίες σε δύο διαφορετικά λήμματα με παρεμφερείς ορισμούς (καρκατσουλιό = Η τσούλα, και μάλιστα η πολύ κακόγουστη. καρακατσουλιό = Μια γυναίκα χάλια μαύρα).

Ωστόσο θεωρώ ότι η λέξη χρησιμοποιείται και με άλλες σημασίες που δηλώνουν φτήνια και αθλιότητα.

Θα θέλατε να προσθέσετε μερικές εδώ, κατά προτίμηση με παραδείγματα;
 

nickel

Administrator
Staff member
Για να προλάβω τον δαεμάνο:

Στο 2:17:

— Μα ποια είσαι τέλος πάντων;
— Ένα καρακατσουλιό.
— Στόχος έγινες των πάντων.
— Ε, με τον τρόπο μου κι εγώ.


 

daeman

Administrator
Staff member
...
Ωστόσο θεωρώ ότι η λέξη χρησιμοποιείται και με άλλες σημασίες που δηλώνουν φτήνια και αθλιότητα.

Θα θέλατε να προσθέσετε μερικές εδώ, κατά προτίμηση με παραδείγματα;

Πατρίδα μου, καρκατσουλιό
βρισίδι και κουτσομπολιό
πνιγμένη μες στο κατρουλιό
Ένα νερό, κυρα-Βαγγελιώ


Είμεθα έθνος ανάδελφον!
 
Κυρίως φτήνια και αθλιότητα δηλώνει το "καρκατσουλιό", αλλά έγινε παρασυσχέτιση και με το καρα- και με την τσούλα.
Στο τραγούδι της Πωλίνας, βέβαια, η παραπάνω συλλαβή είναι απαραίτητη και για το μέτρο.
 
Top