Τι να παρεξηγήσουμε; Το δικαίωμά σου να έχεις άποψη; (Επιτρέψτε μου εμένα, προς το παρόν, να μην έχω. Δεν τα πάω καλά και με τα εκκλησιαστικά...)
Οπότε, για παραπάνω τεκμηρίωση, προσθέτω απλώς από το
Μεσαιωνικό του Κριαρά:
καμηλαύκιν το· καλαμαύχιν· καλυμμαύχι· καλυμμαύχιον· καμαλαύκι· καμελαύκι· καμελαύκιν· καμελαύχιν· καμηλαύκι· καμηλαύχι· καμηλαύχιν· καμηλαύχιον· καμηλάχιον. α) Είδος καλύμματος της κεφαλής: έβαλον και σγουρούτσικον, κόκκινον καμηλαύχιν Διγ. Ζ 3616· β) (εκκλ.) κάλυμμα της κεφαλής των ορθόδοξων ιερέων και μοναχών: Περί ιερέως δευτεροπανδρεμένου, ότι δεν του εβγάζουν το καμηλαύχι Βακτ. αρχιερ. 155· Επήρεν ο καλόγερός του ένα καμηλαύχιον καινούργιο Σεβήρ., Τελ. Σημειωμ. 34ε. [<ουσ. καμηλαύκιον (Σούδα, Du Cange, λ. καμε-, Somav.) <ουσ. καμελαύκιον (7. αι., L-S Suppl., Ζωναράς, Lampe, Meursius, λ. ‑χιον, Du Cange) <μεσν. λατ. camelaucium (Du Cange, Lat., λ. camelaucum, Niermeyer). Οι τ. καλυμμαύχι, καμηλαύκι και ‑χι και σήμ.]