καλή χέρα = (Κρήτη) gift of money (to children)

nickel

Administrator
Staff member
Οι γονείς μας πήγαιναν στα μαγαζιά, μας έπαιρναν κάνα παιχνίδι· οι δικοί μου έμαθαν κάποια στιγμή και μου έπαιρναν πάντα κάποιο βιβλίο. Όμως θείοι και παππούδες δεν έτρεχαν στα μαγαζιά. Όπως συνηθίζεται ακόμα, το δώρο ήταν σε μετρητά, που άλλαζαν χέρι με τρόπο συνήθως διακριτικό — «καλή χέρα» το λέγαμε στην Κρήτη. Στις μεγαλύτερες ηλικίες, ο νεοαποκτηθείς πλούτος έδινε την άνεση για πιο επιθετικό παιχνίδι στην τριανταμία ή την πόκα που ακολουθούσε τις άλλες εορταστικές εκδηλώσεις.

 
Από την καλή χέρα ή μάλλον από το ιταλικό αντίστοιχό της (buona mano) και ο μπο(υ)ναμάς.
 

nevergrown

New member
Top