Lina
¥
Τον εφιάλτη του κινδύνου και της επικινδυνότητας τον είχα αντιμετωπίσει και στο παρελθόν, αλλά έμελλε να τον ξαναζήσω.
Στα αγγλικά υπάρχουν οι όροι hazard και risk και στα ελληνικά οι όροι κίνδυνος (ή πηγή κινδύνου) και επικινδυνότητα αντίστοιχα, όπως κατέληξα. Στο ίντερνετ μπορείτε να βρείτε αυτούς τους όρους σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Δηλαδή, το hazard να αποδίδεται κίνδυνος και το risk επικινδυνότητα, αλλά και το αντίστροφο. Βάλτε κι από δίπλα την ΕΛΕΤΟ που προτείνει διακινδύνευση αντί για επικινδυνότητα, αλλά δεν πειράζει, αυτό δεν μας μπερδεύει. Βρήκα σε μια δημοσίευση του ΕΛΙΝΥΑΕ ότι σε σχετική οδηγία της ΕΕ το hazard αποδίδεται πηγή κινδύνου, αλλά το Eur-lex τελευταίως δεν λειτουργεί καλά και δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω. Τώρα, με βάση τα παραπάνω, την εκτίμηση κινδύνου θα έπρεπε να τη μεταφράσουμε hazard assessment. Σωστά; Όχι απαραίτητα, γιατί ο όρος μπορεί να χρησιμοποιείται εσφαλμένα αντί του ορθού εκτίμηση επικινδυνότητας. Τη διαφορά risk assessment και hazard assessment δεν άντεξα να την ψάξω.
Η ΙΑΤΕ αποδίδει την επικινδυνότητα τις περισσότερες φορές με το risk, αλλά αναφέρει και το hazard. Το GEMET και το "γλωσσάρι" του OSHA αποδίδουν και το hazard και το risk ως κίνδυνο, οπότε δεν μας βοηθούν.
Την απλούστερη εξήγηση για τη διαφορά τους τη βρήκα σε δημοσίευση του OSHA που υπάρχει και στα ελληνικά:
A hazard is anything that has the potential to cause harm. Hazards can affect people, property, processes; they can cause accidents and ill-heath, loss of output, damage to machinery, etc. Occupational risk refers to the likelihood and the severity of an injury or an illness occurring as a result of exposure to a hazard.
Κίνδυνος είναι οτιδήποτε που έχει τη δυναμική να προκαλέσει βλάβη. Οι κίνδυνοι μπορούν να επηρεάσουν τον άνθρωπο, την ιδιοκτησία, τις διεργασίες και μπορούν να προκαλέσουν ατυχήματα, να έχουν συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία, απώλεια παραγωγής, ζημιά σε εξοπλισμό κτλ. Η εργασιακή επικινδυνότητα παραπέμπει στην πιθανότητα και σοβαρότητα ενός τραυματισμού ή ασθένειας που οφείλεται στην έκθεση στον κίνδυνο.
Εγώ τελοσπάντων έτσι τα ξεμπέρδεψα ή τουλάχιστον ελπίζω ότι τα ξεμπέρδεψα.
Στα αγγλικά υπάρχουν οι όροι hazard και risk και στα ελληνικά οι όροι κίνδυνος (ή πηγή κινδύνου) και επικινδυνότητα αντίστοιχα, όπως κατέληξα. Στο ίντερνετ μπορείτε να βρείτε αυτούς τους όρους σε όλους τους δυνατούς συνδυασμούς. Δηλαδή, το hazard να αποδίδεται κίνδυνος και το risk επικινδυνότητα, αλλά και το αντίστροφο. Βάλτε κι από δίπλα την ΕΛΕΤΟ που προτείνει διακινδύνευση αντί για επικινδυνότητα, αλλά δεν πειράζει, αυτό δεν μας μπερδεύει. Βρήκα σε μια δημοσίευση του ΕΛΙΝΥΑΕ ότι σε σχετική οδηγία της ΕΕ το hazard αποδίδεται πηγή κινδύνου, αλλά το Eur-lex τελευταίως δεν λειτουργεί καλά και δεν μπόρεσα να το επιβεβαιώσω. Τώρα, με βάση τα παραπάνω, την εκτίμηση κινδύνου θα έπρεπε να τη μεταφράσουμε hazard assessment. Σωστά; Όχι απαραίτητα, γιατί ο όρος μπορεί να χρησιμοποιείται εσφαλμένα αντί του ορθού εκτίμηση επικινδυνότητας. Τη διαφορά risk assessment και hazard assessment δεν άντεξα να την ψάξω.
Η ΙΑΤΕ αποδίδει την επικινδυνότητα τις περισσότερες φορές με το risk, αλλά αναφέρει και το hazard. Το GEMET και το "γλωσσάρι" του OSHA αποδίδουν και το hazard και το risk ως κίνδυνο, οπότε δεν μας βοηθούν.
Την απλούστερη εξήγηση για τη διαφορά τους τη βρήκα σε δημοσίευση του OSHA που υπάρχει και στα ελληνικά:
A hazard is anything that has the potential to cause harm. Hazards can affect people, property, processes; they can cause accidents and ill-heath, loss of output, damage to machinery, etc. Occupational risk refers to the likelihood and the severity of an injury or an illness occurring as a result of exposure to a hazard.
Κίνδυνος είναι οτιδήποτε που έχει τη δυναμική να προκαλέσει βλάβη. Οι κίνδυνοι μπορούν να επηρεάσουν τον άνθρωπο, την ιδιοκτησία, τις διεργασίες και μπορούν να προκαλέσουν ατυχήματα, να έχουν συνέπειες στην ανθρώπινη υγεία, απώλεια παραγωγής, ζημιά σε εξοπλισμό κτλ. Η εργασιακή επικινδυνότητα παραπέμπει στην πιθανότητα και σοβαρότητα ενός τραυματισμού ή ασθένειας που οφείλεται στην έκθεση στον κίνδυνο.
Εγώ τελοσπάντων έτσι τα ξεμπέρδεψα ή τουλάχιστον ελπίζω ότι τα ξεμπέρδεψα.