-ικός και -στικός

Ioli

New member
Καλησπέρα.
Θα ήθελα να ρωτήσω το εξής: οι καταλήξεις -ικός και -ιστικός θεωρούμε ότι εκφράζουν το ίδιο νόημα; Λόγου χάρη, ισλαμική οργάνωση - ισλαμιστική οργάνωση, βοναπαρτική πολιτική - βοναπαρτιστική πολιτική;
Ελπίζω να το γράφω στο σωστό σημείο...
 

nickel

Administrator
Staff member
Καλησπέρα. Στις συγκεκριμένες περιπτώσεις, μπορούμε να τα δούμε και τα δύο σαν -ικός, μόνο που στη δεύτερη περίπτωση είναι κάτι σχετικό με «ισμό» (θεωρία, κίνημα κτλ που λήγει σε -ισμός).

Στην πρώτη περίπτωση, Ισλάμ και ισλαμισμός μπορεί να μας μπερδεύουν λίγο. Πιο ξεκάθαρη είναι η δεύτερη διαφορά: ο βοναπαρτικός έχει άμεση σχέση με τον ίδιο τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, ο βοναπαρτιστικός με τον βοναπαρτισμό, όπως ορίζεται αυτός στην πολιτική φιλοσοφία (π.χ. σύμφωνα με το ΛΝΕΓ: «1. πολιτικό σύστημα που εφαρμόστηκε από τη δυναστεία την οποία ίδρυσε στη Γαλλία ο Ναπολέων Βοναπάρτης και σύμφωνα με το οποίο η διακυβέρνηση έχει απολυταρχικό χαρακτήρα, ο μονάρχης ωστόσο ασκεί την εξουσία με την εξουσιοδότηση τού έθνους. 2. η αλαζονική στάση αυτού που ασκεί την εξουσία»).

Αν δεν είναι σαφές, ίσως να δούμε κι άλλα παραδείγματα.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
-ιστικός [SUP]1[/SUP] -ιστική -ιστικό [istikós] : επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ουσιαστικά (συνήθ. σε συνδυασμό με τα ουσ. σε -ισμός)· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (αταβισμός) αταβιστικός, (φουτουρισμός) φουτουριστικός, (υπαρξισμός) υπαρξιστικός, (κολεκτίβα) κολεκτιβιστικός.
[λόγ. < αρχ. σύνθετο μετουσ. και μεταρ. επίθημα κτητ. επιθ. -ισ-τικός < μεταρ. ουσ. σε -ισ-τής (δες λ.) και μετον. ρήματα σε -ίζω: αρχ. σοφ-ιστής (< σοφ-ίζομαι) > σοφ-ισ-τικός, χαρακτηρ-ίζω > χαρακτηρ-ισ-τικός & γαλλ. -istique, -iste, αγγλ. -istic, -istical, γερμ. -istisch < λατ. -isticus < αρχ. -ιστ-ικός, και σε συνδυασμό με το επίθημα -ισμός < -ismus < ελνστ. -ισμός: νεοελλ. ελλην-ιστικός < γερμ. hellenistisch < Hellenismus (διαφ. το ελνστ. ἑλ λην-ισμός `χρήση ελληνικού ύφους΄), αταβ-ιστικός (αταβ-ισμός) < αγγλ. atavistic (< atavism)]
-ικός [SUP]1[/SUP] -ική -ικό [ikós] & -ικος [SUP]1[/SUP] -ικη -ικο [ikos] θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικιά [iá] & -ικια [ia] : επίθημα:
I. επιθέτων παράγωγων από εθνικά ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο προέρχεται από τον τόπο, την πόλη, την περιοχή ή γενικά από το σύνολο ανθρώπων που υποδηλώνει η πρωτότυπη λέξη. 1. (Άγγλος) αγγλικός, (Γάλλος) γαλλικός, (Ελβετός) ελβετικός, (Θεσσαλός) θεσσαλικός· (Iσπανός) ισπανικός. 2. (στη μη οξύτονη μορφή της): (Aρβανίτης) αρβανίτικος, (Bλάχος) βλάχικος. 3. διπλός σχηματισμός επιθέτου· προφορικοί ή οικείοι σχηματισμοί με τη μη οξύτονη μορφή του επιθήματος: ρουμανικός - ρουμάνικος, τουρκικός - τούρκικος. || αγγλικός - εγγλέζικος.
II.
ουσιαστικοποιημένων επιθέτων· το θηλυκό στον ενικό και το ουδέτερο στον πληθυντικό δηλώνουν τη γλώσσα που αντιστοιχεί στην πρωτότυπη λέξη.1. γαλλική, αγγλική, γερμανική, ρωσική (γλώσσα). || γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ρωσικά. 2. προφορικοί ή οικείοι σχηματισμοί στη μη οξύτονη μορφή: ρώσικη, βλάχικη (γλώσσα). || αρβανίτικα, βλάχικα. || ρουμανική - ρουμάνικη - ρουμανικά - ρουμάνικα.
[-ικός: δες -ικός [SUP]2[/SUP] -ική -ικό· -ικος: δες -ικος [SUP]2[/SUP] -ικη -ικο· σχετικά με την αντίθεση:λαϊκό -ικος / λόγ. -ικός σύγκρ. ζευγάρια του τύπου: φράγκικος / γαλλικός, εγγλέζικος / αγγλικός, δανέζικος / δανικός, τούρκικος / τουρκικός και για γλώσσες: ρωμαίικα / ελληνικά, τούρκικα / τουρκικά]
-ικος [SUP]2[/SUP] -ικη -ικο [ikos] θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικια [ia] :
1. επίθημα για το σχηματισμό επιθέτων παράγωγων από ονόματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά αυτού που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή ανήκει ή αναφέρεται σε αυτήν: (αράπης) αράπικος, (γέρος) γέρικος, (καμπούρης) καμπούρικος, (κλέφτης) κλέφτικος, (μπακάλης) μπακάλικος, (τσιφούτης) τσιφούτικος· (κλαψιάρης) κλαψιάρικος, (ρουτινιέρης) ρουτινιέρικος.
2. επίθημα για το μεταπλασμό επιθέτων της λόγιας γλώσσας: (αυθάδης) αυθάδικος, (θηριώδης) θηριώδικος, (μανιώδης) μανιώδικος.
[μσν. επίθημα -ικος < λατ. μετουσ. επίθημα κτητικών επιθέτων -icus: domesticus `που ανήκει στο σπίτι, προσωπικός΄ > μσν. δομέστικος `αξιωματούχος του αυτοκράτορα΄, συνήθ. όμως σε δάνεια από τα ελλην. -ικός, -τικός:Asiaticus < ελνστ. Ἀσια-τικός, politicus < αρχ. πολιτ-ικός]
-ικός [SUP]2[/SUP] -ική -ικό θηλ. (σπανιότ., προφ.) & -ικιά :
I. επίθημα επιθέτων παράγωγων: α. από ουσιαστικά· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο ανήκει ή αναφέρεται στην πρωτότυπη λέξη, έχει τα χαρακτηριστικά ή τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (δημοκρατία) δημοκρατικός, (επιστήμονας) επιστημονικός, (ιστορία) ιστορικός, (μαίανδρος) μαιανδρικός, (μέτωπο) μετωπικός, (κέντρο) κεντρικός, (σφαίρα) σφαιρικός, (τηλέφωνο) τηλεφωνικός, (χάρισμα) χαρισματικός. || (λαός) λαϊκός, που ανήκει ή προέρχεται από το λαό· (λόγος) λογικός, που είναι σύμφωνος με τον (ορθό) λόγο· (βασιλιάς) βασιλικός, που ταιριάζει, ανήκει σε βασιλιά ή που είναι οπαδός του. β. από ρήματα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή είναι κατάλληλο γι΄ αυτό· (πρβ. -τικός): (δημιουργώ) δημιουργικός, (καρτερώ) καρτερικός, (πειθαρχώ) πειθαρχικός.
II1. με ουσιαστικοποίηση του θηλυκού του επιθέτου στον ενικό αριθμό σχηματίζει αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά που δηλώνουν τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: (γλυπτικός) γλυπτική, (γραμματικός) γραμματική, (ηθικός) ηθική, (μαιευτικός) μαιευτική, (παιδιατρικός) παιδιατρική· πληροφορική, κυβερνητική.
2. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου στον πληθυντικό αριθμό: α. δηλώνει τέχνη, επιστήμη, μάθηση σχετική με αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: μαθηματικά, οικονομικά, οικοκυρικά. β. σε περιληπτικά ουσιαστικά: ασημικά, γυαλικά, διαμαντικά, κουζινικά, λαχανικά, σιδερικά, χορταρικά. γ. (επιστ.) δηλώνει συνομοταξία ή γενικά μεγάλη κατηγορία ζώων ή φυτών με κοινά χαρακτηριστικά, συνήθ. ως απόδοση ξένων όρων: μηρυκαστικά, τρωκτικά. δ. (ιατρ.) δίνει τη γενική ονομασία παρεμφερών ασθενειών που αφορούν το μέρος του σώματος που συνήθ. εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εντερικά, μητρικά.
3. με ουσιαστικοποίηση του ουδετέρου του επιθέτου: α. ορεκτικό, ψυχικό. || οικονομικά: Tα οικονομικά μας δεν πηγαίνουν πολύ καλά. β. (συνήθ. προφ.) σε περιληπτικά ουδέτερα ουσιαστικά: ασημικό, διαμαντικό, λουλουδικό, χρυσαφικό: Ήταν γεμάτη χρυσαφικό· (πρβ. το μη περιληπτικό: Tης αγόρασαν για το γάμο της ένα ασημικό).
[Iβ: αρχ. μετον. (ιδ. μετουσ.) επίθημα -ικός (το πιο κοινό επίθημα επιθέτων) που τελικά συνδέθηκε και με ρ., στις σημ.: `κατάλληλος για…, που έχει τη φύση του…΄: αρχ. Πελασγ-ικός (< Πελασγ-οί), βασιλ-ικός `που έχει χαρακτηριστικά βασιλιά, κατάλληλος για βασιλιάς, που ανήκει σε βασιλιά΄ (< βασιλ-εύς), φιλ-ικός (< φίλ-ος) (δες και -τικός)· Iα: λόγ. < αρχ. -ικός: αρχ. ἱστορ-ικός (< ἱστορ-ία) & νλατ. -icus < λατ. -icus, ιδ. για δήλωση τέχνης ή επιστήμης < (εν μέρει) αρχ. -ικός: προϊστορ-ικός < γαλλ. préhistorique, ηλεκτρον-ικός < διεθ. electronic & απόδ. του νλατ. -ia (ουδ. πληθ. ουσ.) δηλωτικό συνομοταξίας φυτών ή ζώων > -ικά (ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. στον πληθ.): cryptogamia > κρυπτογαμ-ικά· II1: λόγ. < αρχ. -ική, ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθήματος -ικός, για δήλωση επιστήμης ή τέχνης: αρχ. ἰατρ-ική, μουσ-ική, γραμματ-ική, καθώς και γλώσσας: αρχ. ἑλλην-ική, περσ-ική & λόγ. < νλατ. -ica < λατ. -ica < αρχ. -ική, για δήλωση επιστημών, τεχνολογιών κτλ.: ηλεκτρον-ική < γαλλ. électronique ή αγγλ. electronics· II2α, γ: λόγ. < αρχ. -ικά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός: αρχ. πολιτ-ικά (ενν. πράγματα), γραμματ-ικά, ἑλλην-ικά (ενν. γράμματα)· II2β, δ: ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθήματος -ικός· II3: ελνστ. -ικόν, ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθήματος -ικός: ελνστ. ψυχ-ικόν (δες λ.)]
 
Top