Η κλήρα δεν είναι λέξη της αρχαίας· είναι μεταγενέστερη, γι’ αυτό κοιτάμε πρώτα τι λέει το λεξικό Κριαρά με τα μεσαιωνικά:
Για τις νεότερες σημασίες και την ετυμολογία ας δούμε και το ΛΚΝ:
Τι λέει τo ΛΝΕΓ;
Το ελληνοαγγλικό Κοραής ακολουθεί κατά βήμα το ΛΚΝ:
ΛΝΕΓ και ΛΚΝ συμφωνούν στην ετυμολογία, αλλά θα πρέπει να συνδυάσουμε τη δεύτερη σημασία αφού η κλήρα μπορεί να είναι το ένα παιδί, μπορεί να είναι και περιληπτικό ουσιαστικό, πολλά παιδιά, απόγονοι. Πετυχημένο το offspring του Κοραή.
Μερικά σκόρπια παραδείγματα από το διαδίκτυο:
Στον πληθυντικό το βρήκα σε δύο άρθρα του Χρίστου Μπελλέ, αλλά δεν κατάλαβα αν σημαίνει «οι κληρονόμοι» ή «τα παλιόπαιδα»:
Οι κλήρες της Νέας Τάξης, οι αυχμηροί λογιστές της κερδώας φρενίτιδας δεν ορρωδούν προ ουδενός. (11/8/2006)
Απροκάλυπτα, πλέον, απαξιώνουν την Ιστορία οι κλήρες της αχαλίνωτης παγκοσμιοποίησης απ’ τις αρχές του 1980 (21/8/2011)
Και, μια και είπαμε για το έρεβος που έγινε ο Έρεβος, είναι δύσκολο, νομίζετε, να αλλάξουν γένος οι κλήρες; Ορίστε τι γράφει ο Ν. Γ. Ξυδάκης σχετικά με τον Βαρδιάνο:
Ακούω τους κλήρες, τους αγυιόπαιδες να μηνούν στη θεια–Σκεύω τη Σαβουρόκοφα ότι ο γιος της στέκει άρρωστος στην καραντίνα.
Ενώ ο Τσιφόρος στη Μυθολογία του:
Ο Προμηθέας το πήρε κατάκαρδα. […] Τι θεός είναι κανένας άμα δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τον εαυτό του και την οικογένειά του; […] Οι αφέντες είναι καλοί όταν εξυπηρετούνε τον λαό τους κι όχι άμα κάνουνε κουμάντο για τις κλήρες τους.
κλήρα η.
1) Κληρονομιά, μερίδιο κληρονομιάς: ο κληρονόμος ένι κρατούμενος να πάρει την κλήραν του αυθέντη του.
2) Κληρονόμος· απόγονος, παιδί: Έμνοξε … την κλήρα του Αρμάκιου στο θρόνο να τη βάλει.
3) Τάξη των ευγενών, αριστοκρατία: Την κλήραν είχεν συγγενείς από της γυναικός του.
4) Κλήρος, ιερατείο: ομοιάζεις (ενν. Πόλη) … με την κλήρα σου το τάγμα των αγγέλων.
[<ουσ. κλήρος ο με αλλαγή γένους ή, λιγότερο πιθ., <κληρονομώ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´, κ.α.]
1) Κληρονομιά, μερίδιο κληρονομιάς: ο κληρονόμος ένι κρατούμενος να πάρει την κλήραν του αυθέντη του.
2) Κληρονόμος· απόγονος, παιδί: Έμνοξε … την κλήρα του Αρμάκιου στο θρόνο να τη βάλει.
3) Τάξη των ευγενών, αριστοκρατία: Την κλήραν είχεν συγγενείς από της γυναικός του.
4) Κλήρος, ιερατείο: ομοιάζεις (ενν. Πόλη) … με την κλήρα σου το τάγμα των αγγέλων.
[<ουσ. κλήρος ο με αλλαγή γένους ή, λιγότερο πιθ., <κληρονομώ. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Μπόγκας Α´, κ.α.]
Για τις νεότερες σημασίες και την ετυμολογία ας δούμε και το ΛΚΝ:
κλήρα η O25α : (λαϊκότρ.) 1. η γενιά: Kακή κλήρα, κακό τέλος θα ’χει. 2. τα παιδιά, οι απόγονοι: Δεν άφησε κλήρα. [μσν. κλήρα < κληρ(ώνω) (μσν. σημ.: ‘έχω κτ. σαν μερτικό μου’) -α (αναδρ. σχημ.)]
Τι λέει τo ΛΝΕΓ;
κλήρα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} (λαϊκ.) 1. κληρονόμος 2. τέκνο, γόνος.
[ΕΤΥΜ. μεσν. < κληρώνω (υποχωρητ.), κατά το σχήμα σανίδα - σανιδώνω, κηλίδα - κηλιδώνω, λέρα - λερώνω].
[ΕΤΥΜ. μεσν. < κληρώνω (υποχωρητ.), κατά το σχήμα σανίδα - σανιδώνω, κηλίδα - κηλιδώνω, λέρα - λερώνω].
Το ελληνοαγγλικό Κοραής ακολουθεί κατά βήμα το ΛΚΝ:
1 (προφ) stock, family. Κακή κλήρα, κακό τέλος θα ’χει. = He’s from bad stock; he'll come to a sad end!
2 (προφ) offspring.
2 (προφ) offspring.
ΛΝΕΓ και ΛΚΝ συμφωνούν στην ετυμολογία, αλλά θα πρέπει να συνδυάσουμε τη δεύτερη σημασία αφού η κλήρα μπορεί να είναι το ένα παιδί, μπορεί να είναι και περιληπτικό ουσιαστικό, πολλά παιδιά, απόγονοι. Πετυχημένο το offspring του Κοραή.
Μερικά σκόρπια παραδείγματα από το διαδίκτυο:
- Το γηραιό ζευγάρι απέκτησε επί τέλους κλήρα.
- Δεκαοχτώ είσαστε, δεκαοχτώ να μείνετε και κλήρα να μην αφήσετε.
- O Kωνσταντάρας, πώφερνε στον ώμο το παιδί του / σφαμμένο με τα χέρια του, μονάκριβή του κλήρα, / γιατί, κακούργιο, εντρόπιαζε τ’ άρματα, τη γενειά του. (Βαλαωρίτης)
- «να στραμπουλήξεις με τη χεράρα σου και της κλήρας το λαιμό, να πούμε πως εγεννήθηκε παθαμένο το παιδί» (Παπαδιαμάντης, Φώτα-ολόφωτα)
- Η κάθε μια πανδρεμένη, το λοιπόν, πρέπει να έχει μέρος για να ξεφορτώνεται την κλήρα της […] (Παπαδιαμάντης, Δασκαλομάννα)
- Και τα παιδία ακόμη, οι κλήρες αυτού του καιρού, η νέα πλάσις, την εμυκτήριζον, και της εφώναζαν: «Σκεύω Σαβουρόκοφα! Σκεύω Σαβουρόκοφα!» (Βαρδιάνος στα σπόρκα)
- – Θα ησυχάσετε, βρε σεις, κλήρες; έκραζεν ο μπαρμπα-Δημητρός. (Άγια και πεθαμένα)
- Έγινε για να μαζώνουνται οι κλήρες, τα παλιόπαιδα, τα διαβολόπουλα. (Δασκαλομάννα)
Στον πληθυντικό το βρήκα σε δύο άρθρα του Χρίστου Μπελλέ, αλλά δεν κατάλαβα αν σημαίνει «οι κληρονόμοι» ή «τα παλιόπαιδα»:
Οι κλήρες της Νέας Τάξης, οι αυχμηροί λογιστές της κερδώας φρενίτιδας δεν ορρωδούν προ ουδενός. (11/8/2006)
Απροκάλυπτα, πλέον, απαξιώνουν την Ιστορία οι κλήρες της αχαλίνωτης παγκοσμιοποίησης απ’ τις αρχές του 1980 (21/8/2011)
Και, μια και είπαμε για το έρεβος που έγινε ο Έρεβος, είναι δύσκολο, νομίζετε, να αλλάξουν γένος οι κλήρες; Ορίστε τι γράφει ο Ν. Γ. Ξυδάκης σχετικά με τον Βαρδιάνο:
Ακούω τους κλήρες, τους αγυιόπαιδες να μηνούν στη θεια–Σκεύω τη Σαβουρόκοφα ότι ο γιος της στέκει άρρωστος στην καραντίνα.
Ενώ ο Τσιφόρος στη Μυθολογία του:
Ο Προμηθέας το πήρε κατάκαρδα. […] Τι θεός είναι κανένας άμα δεν ενδιαφέρεται παρά μόνο για τον εαυτό του και την οικογένειά του; […] Οι αφέντες είναι καλοί όταν εξυπηρετούνε τον λαό τους κι όχι άμα κάνουνε κουμάντο για τις κλήρες τους.