Ένα λόγιο ρήμα που το βλέπω να κυκλοφορεί στην πιάτσα αν και όχι στα σύγχρονα λεξικά είναι το ευφημίζομαι — μεσοπαθητικό, με τη σημασία «αποκαλείται ευφημιστικά, με θετικούς όρους». Παραδείγματα χρήσης από το διαδίκτυο:
- Τα σόου των καναλιών, που ευφημίζονται ως δελτία «ειδήσεων»...
- Περιπτώσεις όπως ο Δήμου, που ευφημίζεται ως "σκεπτικιστής", χωρίς όμως να είναι.
- Μ' αυτά και μ' αυτά τελειώνει η πρωινή ζώνη Καζαντζίδη, που ευφημίζεται ως «ενημερωτική».
- στον χριστιανισμό η τελευτή ευφημίζεται ως εκδημία ή κοίμηση
- ...τα οποία θα τροφοδοτήσουν ένα νέο κύκλο δημόσιου πολιτικού κουτσομπολιού, που ευφημίζεται ως «πολιτικός διάλογος».
- ...το κορίτσι με τα σγουρά μαλλιά και τα καστανά μάτια αποφάσισε να πάρει μέρος σ' αυτό που ευφημίζεται ως «ένοπλη πάλη»
- τα μπαχτσίσια στις επιχειρήσεις (που ευφημίζονται ως «αναπτυξιακά» μέτρα)