Στα λεξικά μας ο εποικισμός είναι μόνο αυτά:
εποικισμός ο : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποικίζω, η μαζική εγκατάσταση ανθρώπων σε περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· εποίκιση· (πρβ. αποικισμός): Ανακάλυψη και ~ των νέων χωρών κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αι. | (για εποικισμό που οργανώνεται από το κράτος): Αγροτικός / αστικός ~, για εγκατάσταση σε αγροτική / αστική περιοχή και παροχή δυνατοτήτων απασχόλησης. Διεύθυνση εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας. Αγροτεμάχιο που προέρχεται από εποικισμό.
[λόγ. < ελνστ. ἐποικισμός]
Δεν θα πρέπει να προστεθεί η σημασία του οικισμού που είναι αποτέλεσμα εποικισμού; Π.χ.
Παράνομοι οι νέοι ισραηλινοί εποικισμοί.
Εγκαταλείπουν οι ΗΠΑ τις προσπάθειες για πάγωμα των ισραηλινών εποικισμών.
Η σημασία αποδίδει το αγγλικό settlement(s).
εποικισμός ο : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εποικίζω, η μαζική εγκατάσταση ανθρώπων σε περιοχή συνήθ. αραιοκατοικημένη· εποίκιση· (πρβ. αποικισμός): Ανακάλυψη και ~ των νέων χωρών κατά τη διάρκεια του 15ου και του 16ου αι. | (για εποικισμό που οργανώνεται από το κράτος): Αγροτικός / αστικός ~, για εγκατάσταση σε αγροτική / αστική περιοχή και παροχή δυνατοτήτων απασχόλησης. Διεύθυνση εποικισμού του Υπουργείου Γεωργίας. Αγροτεμάχιο που προέρχεται από εποικισμό.
[λόγ. < ελνστ. ἐποικισμός]
Δεν θα πρέπει να προστεθεί η σημασία του οικισμού που είναι αποτέλεσμα εποικισμού; Π.χ.
Παράνομοι οι νέοι ισραηλινοί εποικισμοί.
Εγκαταλείπουν οι ΗΠΑ τις προσπάθειες για πάγωμα των ισραηλινών εποικισμών.
Η σημασία αποδίδει το αγγλικό settlement(s).