Καλησπέρα.
Πρόσφατα καθόμουν με μια παρέα και η κουβέντα κάπως είχε «βαθύνει»/«θολώσει» (όπως το ζει κανείς), και κάποια στιγμή ειπώθηκε κάπου μέσα σε μια διατύπωση η φράση «επενδύεις στις φιλίες». Εκεί πάνω εκφράστηκε από άλλο πρόσωπο η αντίρρηση ότι η φιλία δεν είναι επένδυση κι ότι ακόμα και σαν σχήμα λόγου να το δούμε (έτσι το έθεσα εγώ, κάνοντας μια κάπως μεσοβέζικη τοποθέτηση), πάλι κακώς μπλέκεται η υπόρρητη ας πούμε έννοια της προσδοκίας με τις φιλίες.
Το ξανασκέφτηκα τις επόμενες μέρες και μου προέξυψαν διάφορα ερωτήματα.
Καταρχάς, την ίδια «ντρίμπλα» κάνουν και τα αγγλικά:
invest
1 Put (money) into financial schemes, shares, property, or a commercial venture with the expectation of achieving a profit.
‘the company is to invest £12 m in its manufacturing site at Linlithglow’
Γνώριμες και οι τρεις χρήσεις και στα ελληνικά, αν και σημασιολογικά μόνο το 1.1 μού φαίνεται ιδιαίτερο,
1 και 1.2 μιλούν επί της ουσίας για χρήματα. Απλά στο 1.2 δεν αναφέρονται ρητά και το ρήμα «μοιάζει» αμετάβατο.
Στα ελληνικά όμως έχουμε - και (ενίοτε;) μάλιστα ως πρώτη σημασία - και το: καλύπτω την επιφάνεια ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στέρεο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση: Οι τοίχοι του μπάνιου είναι επενδυμένοι με πλακάκια. || καλύπτω την επιφάνεια συνήθ. με ύφασμα, δέρμα κτλ.: ~ τον καναπέ / την πολυθρόνα
Το lexico δίνει κάτι παρόμοιο ως archaic:
3 Clothe or cover with a garment.
Το παράδειγμά τους, βέβαια, καμία σχέση δεν έχει με έπιπλα:
‘he stands before you invested in the full canonicals of his calling’
Μεσολαβεί το:
2 invest someone/something with Provide or endow someone or something with (a particular quality or attribute)
‘the passage of time has invested the words with an unintended humour’
Θα μπορούσα να το φανταστώ και στα ελληνικά (Με τα χρόνια οι λέξεις έχουν επενδυθεί με μια ακούσια ευθυμία), αλλά μάλλον θέλει επιείκεια για να πει κανείς ότι περνάει(;)
Πάντως, αυτή η σημασία μού θυμίζει λίγο και τη μουσική επένδυση μιας ταινίας, χρήση την οποία το ΛΚΝ αναφέρει ως μεταφορική, και μόνο για το ουσιαστικό. Το «επενδύω μια ταινία με μουσική» δεν αναφέρεται. Καλώς δεν αναφέρεται, άραγε;
Δεν καταλαβαίνω γιατί, αλλά στην ίδια σημασιολογική ενότητα το lexico εντάσσει και τα:
Τέλος, δίνεται και το επίσης archaic:
Ας αφήσουμε όμως τα αγγλικά. Στα ελληνικά, ενστικτωδώς ας πούμε, εγώ νιώθω ότι υπάρχουν κατά βάση δύο σημασίες:
Αφενός το καλύπτω μια επιφάνεια με ύφασμα/δέρμα/δομικό υλικό κτλ. που λογικά (λέω εγώ) θα 'ναι και η πρώτη ιστορικά χρήση, αφού είναι και πολύ κοντά στο «ενδύω», και που μεταφορικά/συνεκδοχικά έγινε και εμπλουτίζω μια οπτική πληροφορία (κινούμενη εικόνα) με ακουστική πληροφορία (μουσική), και αφετέρου το διαθέτω ένα χρηματικό ποσό with the expectation of achieving a profit, που μεταφορικά/συνεκδοχικά κι αυτό έγινε και στηρίζω γενικά το μέλλον μου/αφιερώνω τον χρόνο μου with the expectation of a worthwhile result. Αυτή η χρήση όμως από πότε χρονολογείται; Μπας και ξεκίνησε από άλλη γλώσσα; Και γενικότερα, καλά τη σκέφτομαι την ιστορική εξέλιξη των χρήσεων της λέξης; Γνωρίζετε;
Πρόσφατα καθόμουν με μια παρέα και η κουβέντα κάπως είχε «βαθύνει»/«θολώσει» (όπως το ζει κανείς), και κάποια στιγμή ειπώθηκε κάπου μέσα σε μια διατύπωση η φράση «επενδύεις στις φιλίες». Εκεί πάνω εκφράστηκε από άλλο πρόσωπο η αντίρρηση ότι η φιλία δεν είναι επένδυση κι ότι ακόμα και σαν σχήμα λόγου να το δούμε (έτσι το έθεσα εγώ, κάνοντας μια κάπως μεσοβέζικη τοποθέτηση), πάλι κακώς μπλέκεται η υπόρρητη ας πούμε έννοια της προσδοκίας με τις φιλίες.
Το ξανασκέφτηκα τις επόμενες μέρες και μου προέξυψαν διάφορα ερωτήματα.
Καταρχάς, την ίδια «ντρίμπλα» κάνουν και τα αγγλικά:
invest
1 Put (money) into financial schemes, shares, property, or a commercial venture with the expectation of achieving a profit.
‘the company is to invest £12 m in its manufacturing site at Linlithglow’
1.1 Devote (one's time, effort, or energy) to a particular undertaking with the expectation of a worthwhile result.
‘we have invested a considerable amount of time in demonstrating the value of the system’
‘we have invested a considerable amount of time in demonstrating the value of the system’
1.2 (invest in) informal [no object] Buy (a relatively expensive product) whose usefulness will repay the cost.
‘I invested in an expensive moisturizer and tried to drink more water’
Γνώριμες και οι τρεις χρήσεις και στα ελληνικά, αν και σημασιολογικά μόνο το 1.1 μού φαίνεται ιδιαίτερο,
1 και 1.2 μιλούν επί της ουσίας για χρήματα. Απλά στο 1.2 δεν αναφέρονται ρητά και το ρήμα «μοιάζει» αμετάβατο.
Στα ελληνικά όμως έχουμε - και (ενίοτε;) μάλιστα ως πρώτη σημασία - και το: καλύπτω την επιφάνεια ενός στερεού αντικειμένου με άλλο στέρεο υλικό για ενίσχυση, προφύλαξη ή διακόσμηση: Οι τοίχοι του μπάνιου είναι επενδυμένοι με πλακάκια. || καλύπτω την επιφάνεια συνήθ. με ύφασμα, δέρμα κτλ.: ~ τον καναπέ / την πολυθρόνα
Το lexico δίνει κάτι παρόμοιο ως archaic:
3 Clothe or cover with a garment.
Το παράδειγμά τους, βέβαια, καμία σχέση δεν έχει με έπιπλα:
‘he stands before you invested in the full canonicals of his calling’
Μεσολαβεί το:
2 invest someone/something with Provide or endow someone or something with (a particular quality or attribute)
‘the passage of time has invested the words with an unintended humour’
Θα μπορούσα να το φανταστώ και στα ελληνικά (Με τα χρόνια οι λέξεις έχουν επενδυθεί με μια ακούσια ευθυμία), αλλά μάλλον θέλει επιείκεια για να πει κανείς ότι περνάει(;)
Πάντως, αυτή η σημασία μού θυμίζει λίγο και τη μουσική επένδυση μιας ταινίας, χρήση την οποία το ΛΚΝ αναφέρει ως μεταφορική, και μόνο για το ουσιαστικό. Το «επενδύω μια ταινία με μουσική» δεν αναφέρεται. Καλώς δεν αναφέρεται, άραγε;
Δεν καταλαβαίνω γιατί, αλλά στην ίδια σημασιολογική ενότητα το lexico εντάσσει και τα:
2.1 Formally confer a rank or office on (someone) [χρίζομαι;]
‘he was invested as Head of State on 1 October 1936’
2.2 invest something in Confer a right or power on (someone or something)
‘all executive powers were invested in the Secretary of State’
Τέλος, δίνεται και το επίσης archaic:
4 archaic Surround (a place) in order to besiege or blockade it. [περικυκλώνω/πολιορκώ;]
‘Fort Pulaski was invested and captured’
‘Fort Pulaski was invested and captured’
Ας αφήσουμε όμως τα αγγλικά. Στα ελληνικά, ενστικτωδώς ας πούμε, εγώ νιώθω ότι υπάρχουν κατά βάση δύο σημασίες:
Αφενός το καλύπτω μια επιφάνεια με ύφασμα/δέρμα/δομικό υλικό κτλ. που λογικά (λέω εγώ) θα 'ναι και η πρώτη ιστορικά χρήση, αφού είναι και πολύ κοντά στο «ενδύω», και που μεταφορικά/συνεκδοχικά έγινε και εμπλουτίζω μια οπτική πληροφορία (κινούμενη εικόνα) με ακουστική πληροφορία (μουσική), και αφετέρου το διαθέτω ένα χρηματικό ποσό with the expectation of achieving a profit, που μεταφορικά/συνεκδοχικά κι αυτό έγινε και στηρίζω γενικά το μέλλον μου/αφιερώνω τον χρόνο μου with the expectation of a worthwhile result. Αυτή η χρήση όμως από πότε χρονολογείται; Μπας και ξεκίνησε από άλλη γλώσσα; Και γενικότερα, καλά τη σκέφτομαι την ιστορική εξέλιξη των χρήσεων της λέξης; Γνωρίζετε;