"Μα αφού βάζουμε φάρμακο — θα γίνει τζιτζικάκι!»
Ωστόσο, θέλω να σου θυμίσω ότι παλιότερα λέγανε φάρμακα τις περισσότερες χημικές ουσίες, όπως φάρμακο για τα ρούχα, για το μπάνιο, κτλ. Δηλαδή αντί απορρυπαντικό ή καθαριστικό. Μάλιστα το ΛΚΝ μνημονεύει αυτές τις χρήσεις (3β).
Ακόμα και τα χέρια σου με φάρμακο τα πλένεις· το ακούω πιο συχνά για το υγρό πιάτων, αλλά και για το κρεμοσάπουνο το έχω πετύχει αρκετές φορές.Όχι μόνο παλιότερα, και τώρα λέγεται κανονικότατα· π.χ. πηγαίνεις το αυτοκίνητο για βιολογικό καθαρισμό και σου λέει ο μάστορας: «Θα το πάρετε όμως μετά τις πέντε το απόγευμα, για να 'χει προλάβει να στεγνώσει το σαλόνι απ' το φάρμακο». Ή τον ρωτάς αν θα καθαρίσει καλά ο κινητήρας με το ειδικό πλύσιμο και σου απαντά: "Μα αφού βάζουμε φάρμακο — θα γίνει τζιτζικάκι!»
H Wikipedia παραθέτει τους πρώτους ορισμούς του addiction και του habituation που δόθηκαν από τον ΠΟΥ:
[...]
Φαίνεται ότι το habit είναι ηπιότερη κατάσταση από την dependence, άρα ίσως δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί το habit-forming για τη μετάφραση του «εξαρτησιογόνο»· από την άλλη, δεν βρίσκω άλλον ειδικό όρο πέρα από το addictive (το «dependence-causing», που περίμενα να βρω, δεν φαίνεται να χρησιμοποιείται).