Με ευκαιρία το χαριτωμένο λάθος που αναφέρθηκε εδώ, να επισημάνω ότι το ανωμοτί είναι σύγχρονη μόδα. Στα αρχαία απαντά άπαξ, στον Ηρόδοτο. Πιο συχνά έβρισκες το επίθετο ανώμοτος. Σήμερα, στο ΛΝΕΓ δεν υπάρχει το επίθετο και χρησιμοποιείται στο παράδειγμα το επίρρημα σε θέση επιθέτου (ψευδή ανωμοτί κατάθεση). Το ΛΚΝ γράφει: «ανώμοτος -η -ο: (νομ.) που δεν ορκίστηκε» και «ανωμοτί επίρρ.: (νομ.) χωρίς να δοθεί όρκος: O μάρτυρας κατέθεσε ανωμοτί». Στη χρήση:
ανωμοτί κατάθεση 1.280 γκουγκλιές
ανώμοτη κατάθεση 766 γκουγκλιές
Κατά τ' άλλα δεν χρησιμοποιείται το επίθετο, άρα το ΛΚΝ πρέπει να διορθώσει τον ορισμό του.
Για μετάφραση:
κατέθεσε ενόρκως / ένορκη κατάθεση
testified under oath
(made a) sworn statement / sworn deposition
gave sworn testimony
κατέθεσε ανωμοτί / ανώμοτη κατάθεση / ανωμοτί κατάθεση
(made an) unsworn statement / an unsworn deposition
gave unsworn testimony
testified without an oath (λιγότερο συχνό)
Όσοι είστε εξοικειωμένοι με αυτές τις διατυπώσεις, καταθέστε τις προτιμήσεις σας.
ανωμοτί κατάθεση 1.280 γκουγκλιές
ανώμοτη κατάθεση 766 γκουγκλιές
Κατά τ' άλλα δεν χρησιμοποιείται το επίθετο, άρα το ΛΚΝ πρέπει να διορθώσει τον ορισμό του.
Για μετάφραση:
κατέθεσε ενόρκως / ένορκη κατάθεση
testified under oath
(made a) sworn statement / sworn deposition
gave sworn testimony
κατέθεσε ανωμοτί / ανώμοτη κατάθεση / ανωμοτί κατάθεση
(made an) unsworn statement / an unsworn deposition
gave unsworn testimony
testified without an oath (λιγότερο συχνό)
Όσοι είστε εξοικειωμένοι με αυτές τις διατυπώσεις, καταθέστε τις προτιμήσεις σας.