Ωραία ερώτηση. Τα τρίτα πρόσωπα πιστεύω ότι είναι (ας τα 'χουμε να βρίσκονται):
Ενεστώτας: ενδορρηγνύεται, ενδορρηγνύονται
Παρατατικός: ενδορρηγνυόταν, ενδορρηγνύονταν
Αόρ.: ενδορρήχθηκε, ενδορρήχθηκαν
Αόρ. β΄: ενδερράγη, ενδερράγησαν
έχει ενδορραγεί / ενδορρηχθεί
θα / να ενδορραγεί / ενδορρηχθεί
ο ενδορρηγνυόμενος κτλ
ο ενδορραγείς, η ενδορραγείσα, το ενδορραγέν
ο ενδορρηγμένος κτλ
Επισημαίνω ότι μερικοί το απλοποιούν σε
ενδόρηξη, άρα και στο ρήμα θα χρησιμοποιούν ένα -
ρ-.
Κάποιοι (π.χ.
Λεξότυπο) προβληματίζονται αν είναι
ενδορρήγνυμαι (σαν το
εκρήγνυμαι) ή
ενδορρηγνύομαι (σαν το
διαρρηγνύομαι).
Εδώ διαλέγω το δεύτερο.