Με το που έγραψα τον τίτλο, ο ορθογραφικός διορθωτής μου υπογράμμισε το «εκπίπτονται», που σημαίνει ότι η Neurolingo δεν αναγνωρίζει μεσοπαθητική φωνή για το ρήμα εκπίπτω, όπως άλλωστε δεν δέχεται και για το πέφτω.
Διαβάζω στο Εγκόλπιο της ορθής γραφής (Δ. Ν. Μαρωνίτη, Ταχυδρόμος, 1998):
Το πίπτω (όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος), τα πιο γνωστά παράγωγά του (π.χ. εμπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, συμπίπτω) αλλά και το πέφτω δεν είναι μεταβατικά ρήματα και δεν έχουν μεσοπαθητική φωνή. Λέμε: δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου. Η εγγύηση καταπίπτει / κατέπεσε.
Ωστόσο, οι γλωσσικές ανάγκες της πιάτσας έχουν μπερδέψει τα πράγματα. Υπάρχουν 3.000 εκπίπτονται ή εκπίπτεται στο διαδίκτυο.
Ακόμα πιο σημαντικό: Το «εκπίπτεται» υπάρχει σε 264 άρθρα νομοθετημάτων και το «εκπίπτονται» σε 192. Από παλιά. Π.χ. στο άρθρο 99/06.12.1949 του Αγροτικού Κώδικα γράφει:
Εκ του αθροίσματος της κατά το άρθρ. 103 του παρόντος αποζημιώσεως και των τόκων εκπίπτεται κατά σειράν πρώτον η […] καθορισθείσα αποζημίωσις χρήσεως
Στο ΛΝΕΓ (Β΄ 2006) μας περιμένει και μια έκπληξη, το παρακάτω σημείωμα στο λήμμα εκπίπτω:
Στο ΛΚΝ, δεν γίνονται τέτοιες συστάσεις και τα παραδείγματα τονίζουν τη χρήση της πρόθεσης από αντί για τη γενική πτώση: (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Από το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.
Η προσωπική μου ματιά: το πίπτω είναι αμετάβατο, το ίδιο και το εκπίπτω. Η αρχαία χρήση δεν επηρέασε κανέναν, ούτε και η λαϊκή τού «πέφτω» (ΛΚΝ: πληρώνω: Πέσε πρώτα το παραδάκι και ύστερα θα πάρεις το εμπόρευμα). Ούτε και μεταφράσεις από αγγλικά με κάποιο deduct. Οι ανάγκες των ελληνικών διατυπώσεων έχουν διαμορφώσει το σημερινό χάος — όπως σε διατυπώσεις του είδους «διέρρευσαν την πληροφορία», «να επικοινωνήσουμε το μήνυμα», «εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι», «διαπραγματευόμενες μετοχές». Με φιλοσοφία Μάο («αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν») και Χότζα («κι εσύ έχεις δίκιο») σκέφτομαι ότι μπορούμε να αφήσουμε ελεύθερο και χωρίς αφορισμούς το πεδίο δράσης, δηλαδή ούτε μόνο «οι δαπάνες εκπίπτουν» ούτε μόνο «εσύ εκπίπτεις τις δαπάνες και οι δαπάνες εκπίπτονται», αλλά και τα δύο ταυτόχρονα (όπως συμβαίνει με το «διαρρέω» — μας αρέσει, δεν μας αρέσει), π.χ.
Ποιες δαπάνες εκπίπτουν από τη φορολογία εισοδήματος
μπορείτε να εκπέσετε από το εισόδημα τη δαπάνη του ενοικίου
Έχετε το δικαίωμα να εκπίπτετε κάθε χρόνο και τις αποσβέσεις του κτιρίου
ο κατάλογος με τις δαπάνες που θα εκπίπτονται από το εισόδημα
εκπίπτουσες δαπάνες (ελάχιστα ευρήματα)
εκπιπτόμενες δαπάνες (πάμπολλα ευρήματα)
Όπως συμβαίνει σε αυτά τα «γενναιόδωρα» κείμενα, που φιλοξενούν και εκπίπτουν και εκπίπτονται. Δεν πρόκειται για έκπτωση της γλώσσας. Τις δυνατότητές της δοκιμάζει.
Με τον αόριστο τι να κάνουμε;
Διαβάζω στο Εγκόλπιο της ορθής γραφής (Δ. Ν. Μαρωνίτη, Ταχυδρόμος, 1998):
Το ρήμα εκπίπτω είναι αμετάβατο· αποτελεί λάθος η χρήση του ως μεταβατικού ρήματος. Γράφουμε και λέμε:
το ποσό εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται· ο φόρος εισοδήματος συγγραφικών δικαιωμάτων εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται.
- εκπίπτει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων από τη φορολογία - όχι: δικαιούται ο φορολογούμενος να εκπέσει το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων από το προσεχές έτος
- θα εκπέσει ο φόρος ακίνητης περιουσίας - όχι: οι φορολογούμενοι δικαιούνται να εκπέσουν τον φόρο ακινήτου περιουσίας από το προσεχές έτος.
το ποσό εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται· ο φόρος εισοδήματος συγγραφικών δικαιωμάτων εκπίπτει - όχι: εκπίπτεται.
Το πίπτω (όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος), τα πιο γνωστά παράγωγά του (π.χ. εμπίπτω, καταπίπτω, μεταπίπτω, συμπίπτω) αλλά και το πέφτω δεν είναι μεταβατικά ρήματα και δεν έχουν μεσοπαθητική φωνή. Λέμε: δεν εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου. Η εγγύηση καταπίπτει / κατέπεσε.
Ωστόσο, οι γλωσσικές ανάγκες της πιάτσας έχουν μπερδέψει τα πράγματα. Υπάρχουν 3.000 εκπίπτονται ή εκπίπτεται στο διαδίκτυο.
Ακόμα πιο σημαντικό: Το «εκπίπτεται» υπάρχει σε 264 άρθρα νομοθετημάτων και το «εκπίπτονται» σε 192. Από παλιά. Π.χ. στο άρθρο 99/06.12.1949 του Αγροτικού Κώδικα γράφει:
Εκ του αθροίσματος της κατά το άρθρ. 103 του παρόντος αποζημιώσεως και των τόκων εκπίπτεται κατά σειράν πρώτον η […] καθορισθείσα αποζημίωσις χρήσεως
Στο ΛΝΕΓ (Β΄ 2006) μας περιμένει και μια έκπληξη, το παρακάτω σημείωμα στο λήμμα εκπίπτω:
εκπίπτω ή εκπίπτομαι; Επειδή η λέξη χρησιμοποιείται πολύ σε σχέση με τον φόρο εισοδήματος και την εφορία εν γένει, αξίζει να σημειωθούν τα εξής. Το εκπίπτω, αρχαία λέξη, χρησιμοποιήθηκε —όπως και στην αρχαία— ως μεταβατικό ρήμα με νέα σημασία, αυτή τού «υποτιμώ, κατεβάζω, αφαιρώ». Με αυτή τη σημασία σχημάτισε (όπως το αφαιρώ) και παθητικό τύπο εκπίπτομαι = αφαιρούμαι. Άρα, όχι μόνο δεν είναι λάθος να λέμε «Εκπίπτεται το ποσό των 100.000 δρχ. κατά συντηρούμενο άτομο», αλλά είναι και το σωστό. Άρα: Η εφορία εκπίπτει τα ποσά για ασφάλιση και σπουδές των τέκνων — Τα ποσά για ασφάλιση … εκπίπτονται από την εφορία.
Δεν ξέρω αν έχει αλλάξει το παραπάνω σχόλιο στη νέα έκδοση, ωστόσο τα παραδείγματα παραμένουν περιγραφικά και όχι ρυθμιστικά: τα έξοδα ενδύσεως εκπίπτουν του φόρου | οι τόκοι των στεγαστικών δανείων εκπίπτονται από το εισόδημα (και στο Σχολικό: τα έξοδα ενδύσεως εκπίπτουν).Στο ΛΚΝ, δεν γίνονται τέτοιες συστάσεις και τα παραδείγματα τονίζουν τη χρήση της πρόθεσης από αντί για τη γενική πτώση: (για χρηματικά ποσά) αφαιρούμαι από το τελικό ποσό ενός λογαριασμού: Από το ολικό χρέος εκπίπτει ποσοστό 8%. Οι δαπάνες για ιατρική περίθαλψη εκπίπτουν από το συνολικό ετήσιο εισόδημα και δε φορολογούνται.
Η προσωπική μου ματιά: το πίπτω είναι αμετάβατο, το ίδιο και το εκπίπτω. Η αρχαία χρήση δεν επηρέασε κανέναν, ούτε και η λαϊκή τού «πέφτω» (ΛΚΝ: πληρώνω: Πέσε πρώτα το παραδάκι και ύστερα θα πάρεις το εμπόρευμα). Ούτε και μεταφράσεις από αγγλικά με κάποιο deduct. Οι ανάγκες των ελληνικών διατυπώσεων έχουν διαμορφώσει το σημερινό χάος — όπως σε διατυπώσεις του είδους «διέρρευσαν την πληροφορία», «να επικοινωνήσουμε το μήνυμα», «εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι», «διαπραγματευόμενες μετοχές». Με φιλοσοφία Μάο («αφήστε όλα τα λουλούδια να ανθίσουν») και Χότζα («κι εσύ έχεις δίκιο») σκέφτομαι ότι μπορούμε να αφήσουμε ελεύθερο και χωρίς αφορισμούς το πεδίο δράσης, δηλαδή ούτε μόνο «οι δαπάνες εκπίπτουν» ούτε μόνο «εσύ εκπίπτεις τις δαπάνες και οι δαπάνες εκπίπτονται», αλλά και τα δύο ταυτόχρονα (όπως συμβαίνει με το «διαρρέω» — μας αρέσει, δεν μας αρέσει), π.χ.
Ποιες δαπάνες εκπίπτουν από τη φορολογία εισοδήματος
μπορείτε να εκπέσετε από το εισόδημα τη δαπάνη του ενοικίου
Έχετε το δικαίωμα να εκπίπτετε κάθε χρόνο και τις αποσβέσεις του κτιρίου
ο κατάλογος με τις δαπάνες που θα εκπίπτονται από το εισόδημα
εκπίπτουσες δαπάνες (ελάχιστα ευρήματα)
εκπιπτόμενες δαπάνες (πάμπολλα ευρήματα)
Όπως συμβαίνει σε αυτά τα «γενναιόδωρα» κείμενα, που φιλοξενούν και εκπίπτουν και εκπίπτονται. Δεν πρόκειται για έκπτωση της γλώσσας. Τις δυνατότητές της δοκιμάζει.
Με τον αόριστο τι να κάνουμε;