Η λέξη "εκθήλυνση" υπάρχει σε όλα τα λεξικά στα οποία έχω πρόσβαση (ΛΚΝ, Χρηστικό, ΛΝΕΓ -στο λ. εκθηλύνω-, Δημητράκος, ΜΗΛΝΕΓ), ενώ τον "εκθηλυσμό" τον συναντώ μόνο εδώ, στην εξήγηση του "αβροδίαιτος" του Liddell-Scott. Λήμμα, όμως "εκθηλυσμός" δεν υπάρχει στο LS, ούτε στην πρωτότυπη εξήγηση του "αβροδίαιτος".
Λέμε:
επιβαρύνω - επιβάρυνση
εκλεπτύνω - εκλέπτυνση (όμως, πράγμα που δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι πριν λίγο, χρησιμοποιείται και ο "εκλεπτυσμός")
οξύς - όξυνση
Πώς εξηγείται/παράγεται το "εκθηλυσμός"; Και ο "εκλεπτυσμός"; Βρίσκετε κάποια σημασιολογική διαφορά από τα "εκθήλυνση", "εκλέπτυνση"; (εγώ όχι)
(Υπάρχει περίπτωση ο σχηματισμός του "εκθηλυσμού" να παρασύρεται από το "εκφυλισμός"; Πάντως οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά μαζί.)
Λέμε:
επιβαρύνω - επιβάρυνση
εκλεπτύνω - εκλέπτυνση (όμως, πράγμα που δεν είχα συνειδητοποιήσει μέχρι πριν λίγο, χρησιμοποιείται και ο "εκλεπτυσμός")
οξύς - όξυνση
Πώς εξηγείται/παράγεται το "εκθηλυσμός"; Και ο "εκλεπτυσμός"; Βρίσκετε κάποια σημασιολογική διαφορά από τα "εκθήλυνση", "εκλέπτυνση"; (εγώ όχι)
(Υπάρχει περίπτωση ο σχηματισμός του "εκθηλυσμού" να παρασύρεται από το "εκφυλισμός"; Πάντως οι δύο λέξεις χρησιμοποιούνται συχνά μαζί.)