1. Διευκρινιστικά στο σχόλιο του nickel σχετικά με την
τσαπατσούλα, να πω ότι προφανώς αποτελεί νύξη στο πρώτο sig που 'χα σε τούτο το φόρουμ: "
Μωρή τσαπατσούλα, άσε χάμω την τσάπα!"
2. Τελικά υπάρχει λέξη
τσούλος — τη λημματογραφεί ο Δημητράκος, αλλά ως μεγεθυντικό της λέξεως
τσούλα:
τσούλα η Δ. γυνή, ιδ. κορασίς ευτελώς πορνευομένη. Μγθ. τσούλος κ. τσούλαρος ο κ. τσουλάρα η. Υποκορ. τσουλίτσα η κ. τσουλάκι το.
(Πάει, τσούλησε πολύ χαμηλά κι αυτό το νήμα...)
ΥΓ Ο Δημητράκος λημματογραφεί το
τσουλιέμαι όχι όπως το ΛΝΕΓ (2006) —δηλ. παθητ. τού
τσουλώ— αλλά ως μέσο ρήμα με έννοια "
είμαι τσούλα". Α, και μην ψάχνετε το
τσουλιέμαι στο ΛΚΝ — δεν το 'χει.