Έγραφε σ' ένα μπλογκ γι' αυτή την αφίσα άλλων εποχών.
Δεν γράφεται “δις” αλλά “δισ.”.
Νομίζω ότι το έχω δει κι εγώ να γράφεται αυτό κάπου. Όμως είναι πολύ διαδεδομένο το δις. Δείτε και τα λεξικά:
ΛΝΕΓ:
δις (το) συντομ. {άκλ.} το δισεκατομμύριο: κόστισε δύο δις. [ΕΤΥΜ. Συγκεκομμένος τ. τού δισ(εκατομμύριο)].
τρις επίρρ. 1. (λόγ.) τρεις φορές. 2. (συντομ.) το τρισεκατομμύριο (γράφεται κ. τρισ.): στο ενάμισι τρις ανέρχεται ο προϋπολογισμός τής κολοσσιαίας πολυεθνικής εταιρείας.
δανεισμός: ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας ανέρχεται σε πολλά δις
ξεπλένω: τα ποσά που ξεπλένονται κάθε χρόνο στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. φτάνουν τα 85 δις δολάρια Η.Π.Α. (εφημ.)
παθητικό: το παθητικό τής επιχείρησης ανέρχεται σε 5 δις
προβλέπω: το κόστος τού έργου έχει προβλεφθεί στα δέκα δις
σαφάρι: σε ένα δις υπολογίζονται τα κέρδη από το μεγάλο σαφάρι τής εφορίας για τα παρανόμως εισαχθέντα πολυτελή αυτοκίνητα (εφημ.).
σύνολο: είχε καλύψει ζημιές ύψους 15 δις δρχ. (επί συνόλου 25 δις)
τρώω: ποιοι έφαγαν τα δις των κοινοτικών κονδυλίων;
χάνω: η εταιρεία φέτος έχασε ένα δις!
αλλά και:
έκρηξη: που έγινε πριν από 10-20 δισ. χρόνια
εξευρίσκω: μέχρι τον Μάιο πρέπει να εξευρεθούν 2 δισ. δρχ. (Άλλαξαν τα πράγματα από τότε! Τώρα κάπου 15 δις!)
κολοσσός: η συγχώνευση των γιγάντων Exxon και Mobil σε έναν κολοσσό αξίας 240 δισ. δολαρίων
ΛΚΝ:
δις το [δís] Ο (άκλ.) : (συχνά με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης δισεκατομμύριο. [σύντμ. του δισ(εκατομμύριο)]
τρις το [trís] Ο (άκλ.) : (με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης τρισεκατομμύριο: Ο προϋπολογισμός ανέρχεται σε δέκα τρις. [σύντμ. του τρισ(εκατομμύριο) κατά το ουσ. δις]
φοροδιαφυγή: Με τη φοροδιαφυγή το κράτος χάνει κάθε χρόνο αρκετά δις.
δις (το) συντομ. {άκλ.} το δισεκατομμύριο: κόστισε δύο δις. [ΕΤΥΜ. Συγκεκομμένος τ. τού δισ(εκατομμύριο)].
τρις επίρρ. 1. (λόγ.) τρεις φορές. 2. (συντομ.) το τρισεκατομμύριο (γράφεται κ. τρισ.): στο ενάμισι τρις ανέρχεται ο προϋπολογισμός τής κολοσσιαίας πολυεθνικής εταιρείας.
δανεισμός: ο εξωτερικός δανεισμός της χώρας ανέρχεται σε πολλά δις
ξεπλένω: τα ποσά που ξεπλένονται κάθε χρόνο στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α. φτάνουν τα 85 δις δολάρια Η.Π.Α. (εφημ.)
παθητικό: το παθητικό τής επιχείρησης ανέρχεται σε 5 δις
προβλέπω: το κόστος τού έργου έχει προβλεφθεί στα δέκα δις
σαφάρι: σε ένα δις υπολογίζονται τα κέρδη από το μεγάλο σαφάρι τής εφορίας για τα παρανόμως εισαχθέντα πολυτελή αυτοκίνητα (εφημ.).
σύνολο: είχε καλύψει ζημιές ύψους 15 δις δρχ. (επί συνόλου 25 δις)
τρώω: ποιοι έφαγαν τα δις των κοινοτικών κονδυλίων;
χάνω: η εταιρεία φέτος έχασε ένα δις!
αλλά και:
έκρηξη: που έγινε πριν από 10-20 δισ. χρόνια
εξευρίσκω: μέχρι τον Μάιο πρέπει να εξευρεθούν 2 δισ. δρχ. (Άλλαξαν τα πράγματα από τότε! Τώρα κάπου 15 δις!)
κολοσσός: η συγχώνευση των γιγάντων Exxon και Mobil σε έναν κολοσσό αξίας 240 δισ. δολαρίων
ΛΚΝ:
δις το [δís] Ο (άκλ.) : (συχνά με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης δισεκατομμύριο. [σύντμ. του δισ(εκατομμύριο)]
τρις το [trís] Ο (άκλ.) : (με απόλ. αριθμτ.) συντετμημένος τύπος της λέξης τρισεκατομμύριο: Ο προϋπολογισμός ανέρχεται σε δέκα τρις. [σύντμ. του τρισ(εκατομμύριο) κατά το ουσ. δις]
φοροδιαφυγή: Με τη φοροδιαφυγή το κράτος χάνει κάθε χρόνο αρκετά δις.
Σε ένα επίσημο κείμενο, ιδίως όταν η συντομογραφία είναι σε θέση επιθέτου και ακολουθείται από μια μονάδα, είναι προτιμότερο το δισ. (με τελεία). Σε πιο χαλαρές περιπτώσεις, τώρα που τα έχουμε για στραγάλια, αρκείς το δις — χωρίς τελεία, όχι όπως εδώ («Σκουπίδια» 70 δις. στα τραπεζικά χαρτοφυλάκια!).