Μεσημεριανή γκρίνια. Με το «σα» δεν έχω κανένα πρόβλημα, ιδίως όταν ακολουθεί «ν»: «σα να λέμε». Βγαίνει από το «ωσάν» και μοιάζει σαν να το κουτσουρέψαμε κι από τις δύο μεριές, αλλά δεν με ενοχλεί ούτε με μπερδεύει να το βλέπω. Όταν γράφω, γράφω πάντα «σαν» εκτός αν έχω κάποιον διάλογο και απαιτείται η λαϊκή αύρα.
Το «ως», που στην αρχή το θέλανε με τόνο αν σήμαινε «έως», αλλά μετά τον καταργήσανε (δεν προκύπτει μπέρδεμα, σου λέει) —και μόνο ο Χάρης το τονίζει ακόμα, που λέει ο λόγος— δεν με ενοχλεί όπως και να ’ναι, πραγματικά δεν σε κάνει να κοντοσταθείς να σκεφτείς ποιο είναι.
Συμφωνώ πάντως με τον Χάρη όταν τονίζει το προτρεπτικό γιά: Γιά στάσου! Γιά να δούμε! Βοηθάει.
Τσατίζομαι όταν δεν μπαίνουν κανονικά οι τόνοι στα ερωτηματικά πώς και πού, αλλά αυτά είναι καραμπινάτα λάθη, σαν να μη βάζεις τόνο στο διαζευκτικό ή — δεν υπάρχει η δικαιολογία ότι ακολουθούμε την άλφα ή τη βήτα σχολή, δεν υπάρχει σχολή που να λέει κάτι διαφορετικό από τη σχολική γραμματική. Δύο σχολές υπάρχουν για τον τονισμό των αντωνυμιών: πρέπει να βάζουμε τόνο στο «ο πατέρας μού έδωσε» όταν το «μου» δεν είναι κτητικό, αλλά, αν το ουσιαστικό που προηγείται είναι προπαροξύτονο, δεν απαιτείται τόνος («ο δάσκαλος μου έδωσε», δηλ. σε εμένα, και «ο δάσκαλός μου έδωσε», κτητικό). Υπάρχει όμως και άλλη σχολή, αφού κάποιοι βάζουν τόνο έτσι κι αλλιώς στο πρώτο για να μην αναγκάζουν τον αναγνώστη να μετράει συλλαβές.
Διάφορα παίζουν σε σχέση με το τελικό «ν» (θα πρέπει να γίνει χωριστό σημείωμα), αλλά μου ξέφυγε χτες μια αιτιατική «το κωδικό» και έσπευσα όταν το είδα να το διορθώσω για να μη θεωρηθεί ότι το χρησιμοποιούσα σαν ουδέτερο.
Οι τόνοι και τα «ν» σ’ αυτές και σε άλλες περιπτώσεις έναν κύριο σκοπό θα πρέπει να εξυπηρετούν: της σαφήνειας. Να διαβάζουμε και να καταλαβαίνουμε αμέσως, χωρίς να κοντοστεκόμαστε. Και το πρόβλημά μου είναι με το «δεν». Γράφω πάντοτε «δεν», δεν κάθομαι να σκεφτώ τι γράμμα ακολουθεί. Θα γράψω «δε» (όπως και «σα») μόνο σε διάλογο. «Δε με θέλει, σου λέω». (Αυτό έχουν κάνει τώρα με το αρσενικό «τον». Σου λένε: «Γράφ' τα όλα με “ν”, να μη χρειάζεται να σκέφτεσαι τι ακολουθεί». Προσθέτουν και οι άλλοι: «Να τα κάνουμε και όλα “την” να ξεμπερδεύουμε;». Αλλά η συζήτηση έχει να κάνει με τη φωνητική και την αισθητική του πράγματος, όχι με την κατανόηση — αν εξαιρέσουμε κάποια σαν τον «κωδικό».)
Και θα έπρεπε να καθιερωθεί να γράφουμε όλοι «δεν» στον δοκιμιακό λόγο, ό,τι κι αν ακολουθεί. Για να μην το μπερδεύουμε με τον σύνδεσμο «δε» στις ελάχιστες περιπτώσεις που μπορεί να προκύψει σύγχυση. Αν κάποιος γράφει με συνέπεια «δεν» σε όλες τις περιπτώσεις (π.χ. «δεν θέλει», «δεν σημαίνει») λέει στον αναγνώστη ότι, αν πετάξει ένα «δε» σε κάποιο σημείο του γραπτού του, το πιθανότερο είναι ότι δεν πρόκειται για το αρνητικό μόριο. Υπάρχουν, δυστυχώς, περιπτώσεις που ένα «δε» σε αναγκάζει να τρέχεις να βρεις πώς χρησιμοποιεί το «δεν» ο συντάκτης του κειμένου (και να ελπίζεις να το κάνει με συνέπεια).
Την έπαθα έτσι σήμερα διαβάζοντας αυτό το κείμενο στα Νέα.
Λέει σε κάποιο σημείο:
Προτάσσοντας [ο Άρης Σπηλιωτόπουλος] την ανάγκη για ένα «πολυσυλλεκτικό κόμμα», αφήνει να εννοηθεί ότι βρίσκεται κοντά στις θέσεις της κ. Μπακογιάννη, αλλά ταυτόχρονα στηλιτεύει την απόφαση να μην ανοίξει η εκλογική διαδικασία και για τους φίλους της Ν.Δ. Πολιτικοί φίλοι του δε συντάσσονται με την υποψηφιότητα του κ. Σαμαρά.
Για να είμαι βέβαιος ότι δεν πρόκειται για «δεν» έπρεπε να ψάξω στο κείμενο, να βρω κάποια «δεν φαίνεται», «δεν συμβάλει» (για το ότι θα έπρεπε να είναι «συμβάλλει», άλλη φορά). Και πάλι δεν είμαι σίγουρος.
Το σχόλιο είναι καθαρά γλωσσικό. Αδιαφορώ παντελώς για τις προτιμήσεις των πολιτικών φίλων του κ. Σπηλιωτόπουλου.
Το «ως», που στην αρχή το θέλανε με τόνο αν σήμαινε «έως», αλλά μετά τον καταργήσανε (δεν προκύπτει μπέρδεμα, σου λέει) —και μόνο ο Χάρης το τονίζει ακόμα, που λέει ο λόγος— δεν με ενοχλεί όπως και να ’ναι, πραγματικά δεν σε κάνει να κοντοσταθείς να σκεφτείς ποιο είναι.
Συμφωνώ πάντως με τον Χάρη όταν τονίζει το προτρεπτικό γιά: Γιά στάσου! Γιά να δούμε! Βοηθάει.
Τσατίζομαι όταν δεν μπαίνουν κανονικά οι τόνοι στα ερωτηματικά πώς και πού, αλλά αυτά είναι καραμπινάτα λάθη, σαν να μη βάζεις τόνο στο διαζευκτικό ή — δεν υπάρχει η δικαιολογία ότι ακολουθούμε την άλφα ή τη βήτα σχολή, δεν υπάρχει σχολή που να λέει κάτι διαφορετικό από τη σχολική γραμματική. Δύο σχολές υπάρχουν για τον τονισμό των αντωνυμιών: πρέπει να βάζουμε τόνο στο «ο πατέρας μού έδωσε» όταν το «μου» δεν είναι κτητικό, αλλά, αν το ουσιαστικό που προηγείται είναι προπαροξύτονο, δεν απαιτείται τόνος («ο δάσκαλος μου έδωσε», δηλ. σε εμένα, και «ο δάσκαλός μου έδωσε», κτητικό). Υπάρχει όμως και άλλη σχολή, αφού κάποιοι βάζουν τόνο έτσι κι αλλιώς στο πρώτο για να μην αναγκάζουν τον αναγνώστη να μετράει συλλαβές.
Διάφορα παίζουν σε σχέση με το τελικό «ν» (θα πρέπει να γίνει χωριστό σημείωμα), αλλά μου ξέφυγε χτες μια αιτιατική «το κωδικό» και έσπευσα όταν το είδα να το διορθώσω για να μη θεωρηθεί ότι το χρησιμοποιούσα σαν ουδέτερο.
Οι τόνοι και τα «ν» σ’ αυτές και σε άλλες περιπτώσεις έναν κύριο σκοπό θα πρέπει να εξυπηρετούν: της σαφήνειας. Να διαβάζουμε και να καταλαβαίνουμε αμέσως, χωρίς να κοντοστεκόμαστε. Και το πρόβλημά μου είναι με το «δεν». Γράφω πάντοτε «δεν», δεν κάθομαι να σκεφτώ τι γράμμα ακολουθεί. Θα γράψω «δε» (όπως και «σα») μόνο σε διάλογο. «Δε με θέλει, σου λέω». (Αυτό έχουν κάνει τώρα με το αρσενικό «τον». Σου λένε: «Γράφ' τα όλα με “ν”, να μη χρειάζεται να σκέφτεσαι τι ακολουθεί». Προσθέτουν και οι άλλοι: «Να τα κάνουμε και όλα “την” να ξεμπερδεύουμε;». Αλλά η συζήτηση έχει να κάνει με τη φωνητική και την αισθητική του πράγματος, όχι με την κατανόηση — αν εξαιρέσουμε κάποια σαν τον «κωδικό».)
Και θα έπρεπε να καθιερωθεί να γράφουμε όλοι «δεν» στον δοκιμιακό λόγο, ό,τι κι αν ακολουθεί. Για να μην το μπερδεύουμε με τον σύνδεσμο «δε» στις ελάχιστες περιπτώσεις που μπορεί να προκύψει σύγχυση. Αν κάποιος γράφει με συνέπεια «δεν» σε όλες τις περιπτώσεις (π.χ. «δεν θέλει», «δεν σημαίνει») λέει στον αναγνώστη ότι, αν πετάξει ένα «δε» σε κάποιο σημείο του γραπτού του, το πιθανότερο είναι ότι δεν πρόκειται για το αρνητικό μόριο. Υπάρχουν, δυστυχώς, περιπτώσεις που ένα «δε» σε αναγκάζει να τρέχεις να βρεις πώς χρησιμοποιεί το «δεν» ο συντάκτης του κειμένου (και να ελπίζεις να το κάνει με συνέπεια).
Την έπαθα έτσι σήμερα διαβάζοντας αυτό το κείμενο στα Νέα.
Λέει σε κάποιο σημείο:
Προτάσσοντας [ο Άρης Σπηλιωτόπουλος] την ανάγκη για ένα «πολυσυλλεκτικό κόμμα», αφήνει να εννοηθεί ότι βρίσκεται κοντά στις θέσεις της κ. Μπακογιάννη, αλλά ταυτόχρονα στηλιτεύει την απόφαση να μην ανοίξει η εκλογική διαδικασία και για τους φίλους της Ν.Δ. Πολιτικοί φίλοι του δε συντάσσονται με την υποψηφιότητα του κ. Σαμαρά.
Για να είμαι βέβαιος ότι δεν πρόκειται για «δεν» έπρεπε να ψάξω στο κείμενο, να βρω κάποια «δεν φαίνεται», «δεν συμβάλει» (για το ότι θα έπρεπε να είναι «συμβάλλει», άλλη φορά). Και πάλι δεν είμαι σίγουρος.
Το σχόλιο είναι καθαρά γλωσσικό. Αδιαφορώ παντελώς για τις προτιμήσεις των πολιτικών φίλων του κ. Σπηλιωτόπουλου.