Από τα σαχλά ανέκδοτα του διαδικτύου:
Πρώτη μέρα στο σχολείο και η δασκάλα γνώριζε τους μαθητές.
— Πώς σε λένε, παιδί μου;
— Μανωλάκη, κυρία!
— Όχι, Εμμανουήλ σε λένε, αυτό είναι το βαφτιστικό σου! Εσένα, παιδί μου;
— Γαβρίλη, κυρία!
— Όχι, Γαβριήλ σε λένε, αυτό είναι το βαφτιστικό σου όνομα. Εσένα, παιδί μου;
— ... Πετρουήλ!
Ανακάλυψα σήμερα ότι στο ΛΝΕΓ (αλλά και τα άλλα λεξικά του Λεξικογραφικού) έχουν ξεχάσει αυτή τη σημασία, του βαφτιστικού ονόματος. Στο λήμμα βαπτιστικός (όπου παραπέμπει το βαφτιστικός) διαβάζουμε:
βαπτιστικός, -ή, -ό [μεσν.] κ. βαφτιστικός, -ή/-ιά, -ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη βάπτιση: ~ σταυρός / ρούχα 2. βαφτιστικός (ο), βα-φτιστικιά (η) ο βαφτισιμιός / η βαφτισιμιά (βλ.λ.) ΣΥΝ. αναδεκτός 3. (μτφ. ο τ. βαφτιστικός για ρούχο) αυτός που είναι πολύ μικρός σε μέγεθος: αυτό το παντελόνι σού είναι βαφτιστικό (πολύ κοντό).
Βρίσκουμε τη χρήση σε άλλα λήμματα, π.χ.
Η βάπτιση είναι «ένα από τα επτά μυστήρια τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά το οποίο ο ιερέας βυθίζει τρεις φορές στο αγιασμένο νερό κολυμβήθρας το βρέφος ή γενικότερα αυτόν που δέχεται στους κόλπους της, δίνοντας του το κύριο όνομά του (βαπτιστικό)».
Και στο λήμμα όνομα:
«2. η λέξη με την οποία είναι γνωστός ένας άνθρωπος· (συνήθ. ειδικότ.) το μικρό όνομα, το βαπτιστικό».
Πιο προσεγμένο είναι το λήμμα του ΛΚΝ:
βαφτιστικός -ή -ό & (σπάν.) βαπτιστικός -ή -ό [vaptistikós] : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο βάφτισμα: Βαφτιστικά ρούχα. Βαφτιστικό όνομα. 2. (ως ουσ.) α. το βαφτιστικό: α1. το όνομα που παίρνει κάποιος όταν βαφτίζεται. α2. το πιστοποιητικό της βάφτισης, που εκδίδει ο ιερέας. β. τα βαφτιστικά: β1. τα ρούχα που φοράει το παιδί αμέσως μετά τη βάφτιση. β2. (ειρ.) για υπερβολικά στενά, μικρά ρούχα: Τα βαφτιστικά σου φόρεσες σήμερα;
Επιχειρώ ορισμένες αντιστοιχίες με τα αγγλικά:
όνομα = name | first name | surname | (γραμμ.) noun
βαφτιστικό (όνομα) = baptismal name, Christian name, given name
κύριο όνομα = proper name
μικρό όνομα = first name, forename
υποκοριστικό = nickname (γλωσσ.) hypocoristic (name) (Βλ. nickname)
χαϊδευτικό = pet name
πατρικό όνομα (το οικογενειακό όνομα μιας παντρεμένης γυναίκας πριν από το γάμο της, σε αντιδιαστολή προς το επώνυμο του συζύγου της) = maiden name (a woman's original family name when she is married and uses her husband's family name instead)
Αυτά για αρχή. Σχολιάστε και προσθέστε ελεύθερα.
ΟΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΣΑΣ:
ονοματεπώνυμο = full name
Πρώτη μέρα στο σχολείο και η δασκάλα γνώριζε τους μαθητές.
— Πώς σε λένε, παιδί μου;
— Μανωλάκη, κυρία!
— Όχι, Εμμανουήλ σε λένε, αυτό είναι το βαφτιστικό σου! Εσένα, παιδί μου;
— Γαβρίλη, κυρία!
— Όχι, Γαβριήλ σε λένε, αυτό είναι το βαφτιστικό σου όνομα. Εσένα, παιδί μου;
— ... Πετρουήλ!
Ανακάλυψα σήμερα ότι στο ΛΝΕΓ (αλλά και τα άλλα λεξικά του Λεξικογραφικού) έχουν ξεχάσει αυτή τη σημασία, του βαφτιστικού ονόματος. Στο λήμμα βαπτιστικός (όπου παραπέμπει το βαφτιστικός) διαβάζουμε:
βαπτιστικός, -ή, -ό [μεσν.] κ. βαφτιστικός, -ή/-ιά, -ό 1. αυτός που σχετίζεται με τη βάπτιση: ~ σταυρός / ρούχα 2. βαφτιστικός (ο), βα-φτιστικιά (η) ο βαφτισιμιός / η βαφτισιμιά (βλ.λ.) ΣΥΝ. αναδεκτός 3. (μτφ. ο τ. βαφτιστικός για ρούχο) αυτός που είναι πολύ μικρός σε μέγεθος: αυτό το παντελόνι σού είναι βαφτιστικό (πολύ κοντό).
Βρίσκουμε τη χρήση σε άλλα λήμματα, π.χ.
Η βάπτιση είναι «ένα από τα επτά μυστήρια τής Ορθόδοξης Εκκλησίας, κατά το οποίο ο ιερέας βυθίζει τρεις φορές στο αγιασμένο νερό κολυμβήθρας το βρέφος ή γενικότερα αυτόν που δέχεται στους κόλπους της, δίνοντας του το κύριο όνομά του (βαπτιστικό)».
Και στο λήμμα όνομα:
«2. η λέξη με την οποία είναι γνωστός ένας άνθρωπος· (συνήθ. ειδικότ.) το μικρό όνομα, το βαπτιστικό».
Πιο προσεγμένο είναι το λήμμα του ΛΚΝ:
βαφτιστικός -ή -ό & (σπάν.) βαπτιστικός -ή -ό [vaptistikós] : 1. που ανήκει ή αναφέρεται στο βάφτισμα: Βαφτιστικά ρούχα. Βαφτιστικό όνομα. 2. (ως ουσ.) α. το βαφτιστικό: α1. το όνομα που παίρνει κάποιος όταν βαφτίζεται. α2. το πιστοποιητικό της βάφτισης, που εκδίδει ο ιερέας. β. τα βαφτιστικά: β1. τα ρούχα που φοράει το παιδί αμέσως μετά τη βάφτιση. β2. (ειρ.) για υπερβολικά στενά, μικρά ρούχα: Τα βαφτιστικά σου φόρεσες σήμερα;
Επιχειρώ ορισμένες αντιστοιχίες με τα αγγλικά:
όνομα = name | first name | surname | (γραμμ.) noun
βαφτιστικό (όνομα) = baptismal name, Christian name, given name
κύριο όνομα = proper name
μικρό όνομα = first name, forename
υποκοριστικό = nickname (γλωσσ.) hypocoristic (name) (Βλ. nickname)
χαϊδευτικό = pet name
πατρικό όνομα (το οικογενειακό όνομα μιας παντρεμένης γυναίκας πριν από το γάμο της, σε αντιδιαστολή προς το επώνυμο του συζύγου της) = maiden name (a woman's original family name when she is married and uses her husband's family name instead)
Αυτά για αρχή. Σχολιάστε και προσθέστε ελεύθερα.
ΟΙ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΣΑΣ:
ονοματεπώνυμο = full name
Last edited: