Βρίσκω την αφόρμηση συνήθως σε κείμενα για την εκπαίδευση:
Ως αφόρμηση για ένα σχέδιο εργασίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε εποπτικό ή άλλο διδακτικό υλικό ...
Με αφόρμηση την ανασυγκόλληση των οστράκων δύο αγγείων της αρχαίας. Ελλάδος, καλούνται να συγκρίνουν και να αναγνωρίσουν τους τύπους...
Η αφόρμηση και η θεμελίωση των εννοιών του ωραίου και του υψηλού στη φιλοσοφία του Ιμμανουέλ Καντ
Περισσότερα
Η αφόρμηση σχηματίστηκε από το αφορμώμαι «ξεκινώ (από κάπου), έχω ως αφετηρία». Στο ΛΝΕΓ μου υπάρχει σαν υπολήμμα τού αφορμώμαι. Στο ΛΚΝ δεν υπάρχει αλλά στο ΛΣΑ έχει δικό του λήμμα:
αφόρμηση (π.χ. ιδανική ~ για το μάθημα) ερέθισμα, αφορμή.
Υπάρχει και στον Γεωργακά:
αφόρμηση [afόrmisi] η, (L)
starting point, base, basis (near-syn αφετηρία, βάση):
- μέσα του υπάρχουν και οι αφορμήσεις για ένα νέο ξεκίνημα (Papanoutsos) |
- για την πορεία αυτή είχε σημαντικές αφορμήσεις από τον Πλάτωνα κι ας τους έδωσε νέο περιεχόμενο (Tatakis)
[fr kath (neol) αφόρμησις, cpd w. (Vettius Valens, schol. Ap. Rhod.) ¬ρμησις; cf ἐνόρμησις, ἐξόρμησις, ἐφόρμησις etc]
αφορμώμαι [aformόme] αφορμάται, aor αφορμήθηκα (subj αφορμηθώ), (L)
• 1 use as a starting-point or basis (for an activity, discussion etc), make a start from, proceed from (syn ξεκινώ, ορμώμαι, near-syn βασίζομαι):
- η επισκόπηση .. αφορμάται από το υλικό το θησαυρισμένο στην πλούσια εικονογράφηση του μηνολογίου (Pallas) |
- οι διαφορές των θεολογικών απόψεων .. αφορμώνται σχεδόν πάντοτε από κάποιο χωρίο των Γραφών (Tatakis) |
- από μια κοινωνική μορφή αφορμήθηκε η φιλοσοφική σκέψη στην πορεία της προς την αντικειμενικότητα (id.) |
- θα αφορμηθεί από τα δεδομένα .. του πρακτικού λόγου, για να προχωρήσει στην επεξεργασία του αυτού προβλήματος (Georgoulis)
• ② originate in, go back to, start (syn αρχίζω 1, ξεκινώ):
- από την άτυχη εκστρατεία της Xίου αφορμάται η αποτυχία του (Angelou) |
- η κεφαλλονίτικη καντάδα .. αφορμάται βέβαια από το ιταλικό belcanto (Theodoratos)
Ως αφόρμηση για ένα σχέδιο εργασίας μπορεί να χρησιμοποιηθεί οποιοδήποτε εποπτικό ή άλλο διδακτικό υλικό ...
Με αφόρμηση την ανασυγκόλληση των οστράκων δύο αγγείων της αρχαίας. Ελλάδος, καλούνται να συγκρίνουν και να αναγνωρίσουν τους τύπους...
Η αφόρμηση και η θεμελίωση των εννοιών του ωραίου και του υψηλού στη φιλοσοφία του Ιμμανουέλ Καντ
Περισσότερα
Η αφόρμηση σχηματίστηκε από το αφορμώμαι «ξεκινώ (από κάπου), έχω ως αφετηρία». Στο ΛΝΕΓ μου υπάρχει σαν υπολήμμα τού αφορμώμαι. Στο ΛΚΝ δεν υπάρχει αλλά στο ΛΣΑ έχει δικό του λήμμα:
αφόρμηση (π.χ. ιδανική ~ για το μάθημα) ερέθισμα, αφορμή.
Υπάρχει και στον Γεωργακά:
αφόρμηση [afόrmisi] η, (L)
starting point, base, basis (near-syn αφετηρία, βάση):
- μέσα του υπάρχουν και οι αφορμήσεις για ένα νέο ξεκίνημα (Papanoutsos) |
- για την πορεία αυτή είχε σημαντικές αφορμήσεις από τον Πλάτωνα κι ας τους έδωσε νέο περιεχόμενο (Tatakis)
[fr kath (neol) αφόρμησις, cpd w. (Vettius Valens, schol. Ap. Rhod.) ¬ρμησις; cf ἐνόρμησις, ἐξόρμησις, ἐφόρμησις etc]
αφορμώμαι [aformόme] αφορμάται, aor αφορμήθηκα (subj αφορμηθώ), (L)
• 1 use as a starting-point or basis (for an activity, discussion etc), make a start from, proceed from (syn ξεκινώ, ορμώμαι, near-syn βασίζομαι):
- η επισκόπηση .. αφορμάται από το υλικό το θησαυρισμένο στην πλούσια εικονογράφηση του μηνολογίου (Pallas) |
- οι διαφορές των θεολογικών απόψεων .. αφορμώνται σχεδόν πάντοτε από κάποιο χωρίο των Γραφών (Tatakis) |
- από μια κοινωνική μορφή αφορμήθηκε η φιλοσοφική σκέψη στην πορεία της προς την αντικειμενικότητα (id.) |
- θα αφορμηθεί από τα δεδομένα .. του πρακτικού λόγου, για να προχωρήσει στην επεξεργασία του αυτού προβλήματος (Georgoulis)
• ② originate in, go back to, start (syn αρχίζω 1, ξεκινώ):
- από την άτυχη εκστρατεία της Xίου αφορμάται η αποτυχία του (Angelou) |
- η κεφαλλονίτικη καντάδα .. αφορμάται βέβαια από το ιταλικό belcanto (Theodoratos)