Από συζήτηση σε άλλο φόρουμ αντιλήφθηκα ότι ο νεολογισμός ασόβαρος δεν έχει περάσει ακόμα στα τέσσερα κύρια νεότερα λεξικά (ΛΝΕΓ, ΛΚΝ, Μείζον, Κριαρά). Υπάρχει ωστόσο στον Γεωργακά και, περιέργως, στον Κοραή.
ασόβαρος, -η, -ο [asόvaros] s. ασοβάρευτος
ασόβαρη υπόθεση | poem ε ρε ντροπές, που παθαίνουν ασόβαροι ηγέτες, όταν ασόβαροι σαν κι αυτούς τους παίρνουνε στα σοβαρά (Apostolidis)
[cpd w. σοβαρός]
http://www.greek-language.gr/greekL.../lexica/search.html?lq="ασόβαρος,+-η,+-ο"&dq=
ασόβαρος [as'ovaros] επθ -η,-ο
(προφ) = not serious
Τελείως ασόβαρος τύπος, δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι σε τίποτα. = He's not the serious type. You can't trust him with anything.
(Κοραής)
Wiktionary
Μερικά συνώνυμα: flippant, foolish, nonserious κ.ά.
Αναζητώντας χρήσεις σε γκουγκλοβιβλία έπεφτα συνέχεια πάνω στον Οικονομικό Ταχυδρόμο — ίσως επειδή είναι ένα από τα λίγα περιοδικά έντυπα που υπάρχουν εκεί, ίσως επειδή είναι χρήσιμη λέξη για την άσκηση κριτικής:
Εμείς, όμως, έχουμε καταντήσει - εδώ και μια δεκαετία - να θεωρούμαστε ασόβαροι, ανεύθυνοι, αναξιόπιστοι, αναξιόχρεοι. (OT 1993)
κοντά στις σοβαρές αναλύσεις για τον καπιταλισμό, θα έχουμε και διάφορες ασόβαρες απολογητικές προσπάθειες άκριτης εξύμνησης του καπιταλισμού και κατατρόπωσης του «σοσιαλισμού». (OT 1993)
συνδυάζεται με την απόλυτη αδιαφορία κοινής γνώμης και κατεστημένου δίνοντας και στους πιο ασόβαρους ισχυρισμούς της (εκάστοτε) Κυβερνήσεως πελώρια περιθώρια επιβίωσης (OT 1994)
Απλώς, αφού επιβάλαμε το εμπάργκο και αναδεχθήκαμε την ζημία (και από την εφαρμογή και από την «αυτοκαταπάτησή» του) θα ήταν τώρα ασόβαρο αν προχωρούσαμε σε άρση του χωρίς να έχουμε κάτι το απτό και συγκεκριμένο και δείξουμε ... (OT 1995)
ασόβαρος, -η, -ο [asόvaros] s. ασοβάρευτος
ασόβαρη υπόθεση | poem ε ρε ντροπές, που παθαίνουν ασόβαροι ηγέτες, όταν ασόβαροι σαν κι αυτούς τους παίρνουνε στα σοβαρά (Apostolidis)
[cpd w. σοβαρός]
http://www.greek-language.gr/greekL.../lexica/search.html?lq="ασόβαρος,+-η,+-ο"&dq=
ασόβαρος [as'ovaros] επθ -η,-ο
(προφ) = not serious
Τελείως ασόβαρος τύπος, δεν είναι να τον εμπιστεύεσαι σε τίποτα. = He's not the serious type. You can't trust him with anything.
(Κοραής)
Wiktionary
Μερικά συνώνυμα: flippant, foolish, nonserious κ.ά.
Αναζητώντας χρήσεις σε γκουγκλοβιβλία έπεφτα συνέχεια πάνω στον Οικονομικό Ταχυδρόμο — ίσως επειδή είναι ένα από τα λίγα περιοδικά έντυπα που υπάρχουν εκεί, ίσως επειδή είναι χρήσιμη λέξη για την άσκηση κριτικής:
Εμείς, όμως, έχουμε καταντήσει - εδώ και μια δεκαετία - να θεωρούμαστε ασόβαροι, ανεύθυνοι, αναξιόπιστοι, αναξιόχρεοι. (OT 1993)
κοντά στις σοβαρές αναλύσεις για τον καπιταλισμό, θα έχουμε και διάφορες ασόβαρες απολογητικές προσπάθειες άκριτης εξύμνησης του καπιταλισμού και κατατρόπωσης του «σοσιαλισμού». (OT 1993)
συνδυάζεται με την απόλυτη αδιαφορία κοινής γνώμης και κατεστημένου δίνοντας και στους πιο ασόβαρους ισχυρισμούς της (εκάστοτε) Κυβερνήσεως πελώρια περιθώρια επιβίωσης (OT 1994)
Απλώς, αφού επιβάλαμε το εμπάργκο και αναδεχθήκαμε την ζημία (και από την εφαρμογή και από την «αυτοκαταπάτησή» του) θα ήταν τώρα ασόβαρο αν προχωρούσαμε σε άρση του χωρίς να έχουμε κάτι το απτό και συγκεκριμένο και δείξουμε ... (OT 1995)