altan
Member
"Αργόσερτη" seems to me a compound form. If it is so, is the second part of it, related with "σούρνω" or "σέρτης"?
1) Δυο ξυπόλυτα χωριατάκια, ηλιοκαμένα σα φελαχόπουλα, έτρεξαν και φορτώθηκαν τις βαλίτσες. Ένας τελωνοφύλακας γαλανομάτης, παχύς, κάπνιζε ναργιλέ στην παράγκα που παράσταινε τελωνείο. Μας κοίταξε λοξά, έριξε μιαν αργόσερτη ματιά στις βαλίτσες, κουνήθηκε μια στιγμή από την καρέκλα του κι έκαμε να σηκωθεί μα βαρέθηκε. Σήκωσε αργά το μαρκούτσι ...
2) Ο Μανολιός έριξε μια αργόσερτη ματιά, γύρα τριγύρα, σβάρνισε τη λίμνη, τα γυμνά ολόφωτα δέντρα, τη Σαρακήνα πέρα, σκούρα μενεξελιά, και στην κορφή της την αγία βίγλα, κουκουλωμένη στά χιόνια, κατέβηκε ύστερα στόν κάμπο, είδε τις ελιές, πέρασε από τα περιβόλια —οι μουσμουλιές είχαν κιόλα ανθίσει, γυάλιζαν ανάμεσα από τα φύλλα τα λεμόνια, μια μυγδαλιά ...
1) Δυο ξυπόλυτα χωριατάκια, ηλιοκαμένα σα φελαχόπουλα, έτρεξαν και φορτώθηκαν τις βαλίτσες. Ένας τελωνοφύλακας γαλανομάτης, παχύς, κάπνιζε ναργιλέ στην παράγκα που παράσταινε τελωνείο. Μας κοίταξε λοξά, έριξε μιαν αργόσερτη ματιά στις βαλίτσες, κουνήθηκε μια στιγμή από την καρέκλα του κι έκαμε να σηκωθεί μα βαρέθηκε. Σήκωσε αργά το μαρκούτσι ...
2) Ο Μανολιός έριξε μια αργόσερτη ματιά, γύρα τριγύρα, σβάρνισε τη λίμνη, τα γυμνά ολόφωτα δέντρα, τη Σαρακήνα πέρα, σκούρα μενεξελιά, και στην κορφή της την αγία βίγλα, κουκουλωμένη στά χιόνια, κατέβηκε ύστερα στόν κάμπο, είδε τις ελιές, πέρασε από τα περιβόλια —οι μουσμουλιές είχαν κιόλα ανθίσει, γυάλιζαν ανάμεσα από τα φύλλα τα λεμόνια, μια μυγδαλιά ...